Διηγήματα

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ 2012  

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ                       
Πρώτο βραβείο


Βικτώρια Μακρή - Παράθυρο με θέα το Μυρτώο πέλαγος  
                                 
Το σπίτι της ήταν στο  Λαύριο, στην άκρη ενός βράχου, αυθαίρετο  και μόνο του. Κοντά στη θάλασσα. Της άρεσε να λέει ότι, από το παράθυρό της μπορούσε να κοιτάζει ολόκληρο το Μυρτώο Πέλαγο. Ότι, κάπου εκεί στον ορίζοντα όπου λαμποκοπάει τα μεσημέρια  ο ήλιος είναι οι γειτόνισσές  της, η Μήλος, η Σέριφος, η Κύθνος…  Δεν είχε πάει ποτέ σε εκείνα νησιά, σε κανένα νησί δεν είχε πάει, αλλά θα πήγαινε. Της άρεσε να σκέφτεται  ότι, κάποτε θα πήγαινε…
Ο πατέρας της δούλευε  στο πολεμικό ναυτικό. Ελεγκτής φάρων. Δε ζούσε πια, και οι φάροι είχε μάθει πως, πολλοί από αυτούς, είχαν  πλέον ερημώσει. Πόσο την έθλιβε να σκέφτεται εκείνους τους μεγάλους πέτρινους φάρους των διηγήσεων  του πατέρα της, εγκαταλελειμμένους και σβηστούς…
 Της έλεγε ο πατέρας  της, - μικρούλα αυτή ακόμα, ένα παιδάκι  που όλο γέλαγε κοντά στα κύματα και χωνότανε στη θάλασσα σαν  να ‘τανε η θάλασσα λιβάδι και  τα κύματα στάχυα που τα θρόιζε ο  άνεμος… -, της έλεγε, «Ροδή μου, αύριο θα φύγω, θα πάω στη Φολέγανδρο, θα επισκεφθούμε με το πλοίο το φάρο της Ασπρόπουντας.  Όταν θα επιστρέψω, θα σου διηγηθώ την ιστορία του!»
Στην επιστροφή του  πατέρα της μάθαινε πως, ο φάρος  της Ασπρόπουντας χτίστηκε το ’19 κι όταν πρωτολειτούργησε, άναβε με φυτίλι, ενώ αργότερα απέκτησε μηχανισμό  πετρελαιοατμού και ότι δίπλα  στο κτίριο του φάρου βρίσκεται  το σπιτάκι των φαροφυλάκων. Άλλοτε πάλι μάθαινε για τον κυλινδρικό φάρο της Άνδρου, που βρίσκεται  απέναντι ακριβώς από το ενετικό  κάστρο της Χώρας και ότι είναι  ο μοναδικός φάρος στην Ελλάδα χτισμένος πάνω σε βράχο που βρίσκεται  μέσα στη θάλασσα.
Τα ταξίδια του πατέρα της στους φάρους, ήταν και δικά της ταξίδια. Κι ας μην τα έκανε  ποτέ. Τα είχε ζήσει όλα, από τις  περιγραφές του πατέρα της. Το φως  των φάρων το έβλεπε στα μάτια  του, όταν εκείνος της αγόραζε  παγωτό και την πήγαινε βόλτα  στην παραλία του Λαυρίου, και  μαζί με τις φωνές των γλάρων είχε στα αφτιά της και τις παραμυθένιες διηγήσεις του για  τους μοναχικούς φαρο-φύλακες που όλη μέρα κι όλη  νύχτα έχουν στην αγκαλιά τους ένα τρανζιστοράκι γεμάτο παράσιτα, για ν’ ακούνε τραγούδια και ειδήσεις.
Πέθανε νέος ο πατέρας  της, σ’ ένα ταξίδι στο Φισκάρδο της Κεφαλονιάς, από βαρύ κρυολόγημα. Η μάνα της έκτοτε μίλαγε λίγο, είχε μελαγχολήσει, και ντυμένη στα  μαύρα έτρεχε στα μεταλλεία Λαυρίου, όπου εργαζόταν ως το απόγευμα. Η  Ροδή πήγαινε στη θάλασσα κι ανάμεσα  στις φωνές των γλάρων περίμενε ν’ ακούσει τη φωνή του πατέρα της  να της περιγράφει τον πέτρινο  φάρο στο ακρωτήρι Μαλέα, στη Μονεμβασιά, με τις επικίνδυνες φουρτούνες της  περιοχής. Δεν την άκουγε, όμως, τη φωνή του, και την έπαιρνε το παράπονο…  Θα ‘ταν δεκατεσσάρων χρονώ τότε, όταν εκείνος πέθανε, και μέχρι να τελειώσει  το λύκειο η ζωή της ήταν η διαδρομή σχολείο – σπίτι – θάλασσα. Τους χειμώνες με το βαρύ υγρό κρύο έμενε  στο δωμάτιό της, πήγαινε στο  παράθυρο και κοίταζε για ώρα  μακριά, το Μυρτώο πέλαγο.      
     Αν τη ρώταγες  εκείνες τις στιγμές τι σκέφτεται  να κάνει όταν τελειώσει το σχολείο, αν θα ‘θελε να σπουδάσει ή να πάει κάπου να εργαστεί, θα σου απαντούσε  πως θα ‘θελε πάρα πολύ να μπορέσει μια μέρα  ν’ αγοράσει μια φωτογραφική  μηχανή και ν’ αρχίσει να ταξιδεύει  σε όλους τους φάρους της Ελλάδας, να τους φωτογραφίζει και να βγάλει κατόπιν ένα λεύκωμα με την  ιστορία τους, αφιερωμένο στη μνήμη  του πατέρα της και σε όλους  όσους είχαν κάνει το ίδιο μ’ αυτόν επάγγελμα, εκείνο του ελεγκτή  φάρων.
     Δεκαεφτά χρονώ γνωρίζει τον Γιώργο. Δέκα χρόνια μεγαλύτερός  της εκείνος, εργάτης στο λιμάνι. Έμεινε έγκυος μαζί του, λίγο πριν τελειώσει  την τελευταία τάξη του λυκείου. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα εκείνης  της χρονιάς γέννησε την κόρη της. Αυτόν, εντωμεταξύ, τον είχε χάσει. Όταν του είπε ότι είναι έγκυος τον είδε να χλομιάζει και να βουβαίνεται. «Πες κάτι, Γιώργο», του είχε πει φοβισμένη κοιτώντας τον με αγωνία, «θα τα πούμε την Κυριακή, που θα ξανασυναντηθούμε», της είχε απαντήσει εκείνος μουδιασμένος, αλλά ήρθε η επόμενη Κυριακή, ήρθε η Δευτέρα, ανησυχούσε η Ροδή, τον περίμενε, τίποτα εκείνος, δεν ερχόταν. Δεν ήθελε να πάει στο σπίτι του να τον ψάξει, για να μην τον κάνει να αισθανθεί ότι τον πιέζει. Τη δεύτερη Κυριακή που δεν φάνηκε, ξεκίνησε να τον βρει. Θεόκλειστο το σπίτι του. Παράθυρα, πόρτες, σφαλιστά όλα… Χτύπησε, ξαναχτύπησε, τίποτα. Από τα πολλά, βγήκε στο πάνω μπαλκόνι η ηλικιωμένη κυρία που του νοίκιαζε το σπίτι. «Τον Γιώργο θες κορίτσι μου;» τη ρώτησε σκυμμένη προς τα κάτω. «Έφυγε. Την προηγούμενη βδομάδα. Μου έδωσε το νοίκι αυτού του μήνα, έβαλε τα πράγματά του σ’ ένα φορτηγάκι κι έφυγε. Δεν είπε πού πάει. Άφησε και τη δουλειά του, έμαθα…» Έμενε μόνος
ο Γιώργος, η Ροδή ήξερε πως είχε μια μάνα μόνο και μια αδελφή,
έτσι της είχε πει, που έμεναν κάπου στην Πετρούπολη, αλλά πού να πάει να ψάξει, που ούτε διεύθυνση είχε ούτε ονόματα ήξερε…
Γέννησε την κόρη της ένα  πρωί του Δεκέμβρη, μόνη της, η μάνα της είχε φύγει για τα μεταλλεία, σε λίγες μέρες έπαιρνε άδεια  για τα Χριστούγεννα. Είχε στενοχωρηθεί πολύ η μητέρα της με την απόφαση  της Ροδής να κρατήσει το παιδί. Όταν άκουσε για την εγκυμοσύνη, σωριάστηκε σε μια καρέκλα κατάχλωμη. Κι όταν έμαθε ότι ο Γιώργος είχε εξαφανιστεί  αλλά η Ροδή θα το κρατούσε το παιδί  γιατί το ήθελε, έβαλε τα κλάματα. «Ορφανή από πατέρα, φτωχή και με παιδί… Ποιος θα σε στεφανωθεί, τώρα…», μουρμούραγε μέσα στο κλάμα της και το αδύναμο κορμί της τρανταζόταν από τα αναφιλητά. Η Ροδή είχε πάει κοντά της και την είχε αγκαλιάσει σφιχτά. Της φίλαγε τρυφερά τα μαλλιά. «Μην κλαις, μανούλα μου»,της έλεγε γλυκά, «μη μου στενοχωριέσαι… Όπως λες κι εσύ, δεν έχω πατέρα, δεν έχω χρήματα, εξαφανίστηκε κι ο Γιώργος… Μείναμε πάλι οι δυο μας… Θα έχουμε, όμως, αυτό το παιδάκι ν’ ακούμε το γέλιο του, τη φωνούλα του… Ε, μανούλα μου; Δεν θα ‘ναι χαρά αυτό; Δεν είναι ευτυχία να δίνεις αγάπη σ’ ένα πλάσμα, χωρίς να προσμένεις τίποτα από αυτό; Μη μου στενοχωριέσαι… Θέλω να πιστεύεις ότι, όλα θα πάνε καλά…» Η μάνα της σταμάτησε να κλαίει, σκούπισε τα μάτια της κι έμεινε για ώρα χωμένη στην αγκαλιά της κόρης της, σιωπηλή και χαμένη στις σκέψεις της, είχε αρχίσει να ησυχάζει ή, τουλάχιστον, είχε αρχίσει να το παίρνει απόφαση. Έπειτα σηκώθηκε αναστενάζοντας και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει τη σούπα που έτρωγαν το βράδυ…
    Εντέλει η Ροδή γέννησε  μόνη της, λίγο μετά τα χαράματα που  η μάνα της έφυγε για τα μεταλλεία. Γέννησε γρήγορα και εύκολα, προς στιγμή φοβήθηκε, αλλά τελικά ούτε που  κατάλαβε πώς έγινε. Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της, ξαπλωμένη ακόμα  στο κρεβάτι, έκλεισε τα μάτια  κι άρχισε να σκέφτεται ποιο απ’  όλα τα ονόματα των φάρων που  είχε ακούσει από τον πατέρα της  θα μπορούσε να δώσει στο  παιδί. Εκείνο έκλαιγε, το χάιδευε τρυφερά  η Ροδή και κάποια στιγμή του ψιθύρισε, «θα σε λένε Βασιλίνα, αγαπούλα μου… Νομίζω πως είναι πολύ ωραίο όνομα… Μου έλεγε ο παππούς σου για έναν όμορφο, τετράγωνο φάρο στην Εύβοια, που τον λένε Βασιλίνα… Μ’ αρέσει… Να δεις που όταν μεγαλώσεις θα αρέσει και σε σένα…» Σχεδόν αμέσως είχε ανοίξει η πόρτα και είχε μπει η κυρία Λυγερή, αδελφική φίλη της μητέρας της• της είχαν δώσει κλειδί κι έμπαινε χωρίς να χτυπάει κουδούνι, την έστελνε η μητέρα της Ροδής καθημερινά τις τελευταίες μέρες όσο πλησίαζε η ώρα της γέννας, για
να κρατάει συντροφιά στην ετοιμόγεννη κόρη της. Σε λίγες μέρες ήταν Χριστούγεννα, στο σπίτι έκαιγε η μεγάλη ξυλόσομπα, το κλάμα του μωρού έκανε τη Ροδή να αισθάνεται πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από αυτή τη στιγμή και στο Λαύριο εδώ και μέρες έριχνε χιονόνερο. Ο πατέρας της, τους χειμώνες, της περιέγραφε τους χιονισμένους φάρους που αντίκριζε στα ταξίδια του, όπως ο φημισμένος φάρος στο ακρωτήρι Ταινάρου, που άμα χιόνιζε και ο αέρας άσπριζε από τις νιφάδες, ο φάρος - έλεγε ο πατέρας της - έμοιαζε με στρατιώτη στητό στη θέση του, πέτρινο και φωτεινό, που δεν εγκαταλείπει στιγμή τη μάχη με τις φουρτούνες…
Εν τέλει, το πρώτο της  ταξίδι έξω από το Λαύριο το έκανε  όταν η κορούλα της η Βασιλίνα έγινε τεσσάρων χρόνων. Την πήρε μαζί της, πήρε και τη μάνα της που  εκείνες τις μέρες είχε άδεια  από τα μεταλλεία, τέλη καλοκαιριού  ήταν, η ίδια δούλευε περιστασιακά στη λαϊκή αγορά σ’ έναν ψαρά, πήρε και τα μεροκάματα που είχε μαζέψει κι έφυγαν και οι τρεις  για το τη Ζάκυνθο. Ο φάρος Σκινάρι, στο ακρωτήρι με τις γαλάζιες σπηλιές, ήταν ο πρώτος που έβλεπε στην πραγματικότητα, από τους φάρους των διηγήσεων  του πατέρα της. Είχε αγοράσει μια  φθηνή φωτογραφική μηχανή. Έβγαλε το φάρο δεκάδες φωτογραφίες, πότε μόνο του, πότε με τη Βασιλίνα και τη μάνα της μπροστά, πότε με το φως της  ανατολής, πότε με της δύσης, σε άλλες  φωτογραφίες να φαίνονται και  οι γλάροι, σε άλλες μονάχα ο φάρος  και ο ουρανός.
«Ροδή μου», της έλεγε τα μεσημέρια η μάνα της λίγο μετά το φαγητό στην ψαροταβέρνα, όταν η Ροδή έβαζε σιωπηλή μερικές ρόγες σταφύλι στο στόμα και κοίταζε τη θάλασσα, «πρέπει κάποια στιγμή να δεις τι θα κάνεις στη ζωή σου… Έτσι θα συνεχίσεις; Μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά να τρέχεις από φάρο σε φάρο να βγάζεις φωτογραφίες; Να παντρευτείς Ροδή μου.., κοίτα να βρεις κάνα καλό παιδί και να το πάρεις… Στενοχωριέμαι να σε βλέπω μόνη… Αν ζούσε ο πατέρας σου…»
«Αν ζούσε ο πατέρας, τι, μάνα;» τη διέκοπτε η Ροδή. «Για πες τη συνέχεια, ή μάλλον, άσε, θα πω εγώ τη συνέχεια, γιατί την ξέρω καλύτερα από σένα… Λοιπόν, αν ζούσε ο πατέρας, μάνα, θα είχε ένα πρόσωπο φωτεινό από τη χαρά για την εγγονή του και θα με ρώταγε σε ποιο φάρο θα ήθελα να πάμε στο επόμενο ταξίδι μας. Εγώ θα σκεφτόμουν λίγο και μετά θα του έλεγα να πάμε στον Άγιο Φωκά, στην Πάρο, ή στη Μεγίστη, στο Καστελλόριζο. Και τότε εκείνος ξέρεις τι θα έκανε; Θυμάσαι τι έκανε όταν του ζητούσα να πάμε όλοι μαζί ένα ταξίδι στους φάρους; Θα γύριζε την κασετίνα με τα τσιγάρα του ανάποδα, θα έβγαζε το στυλό απ’ το τσεπάκι του, θα έκανε τους λογαριασμούς του πάνω στην κασετίνα - έτσι έκανε πάντα, θυμάσαι;
- και θα μου έλεγε, “Ροδή μου, αυτό το μήνα δεν μας φτάνουν τα  λεφτά να πάμε ταξίδι στους φάρους… Αλλά θα προσπαθήσουμε να πάμε το καλοκαίρι στη Λευκάδα, να δεις τον φάρο που λέγεται Δουκάτο, έτσι καρδιά μου;” Ο πατέρας, μάνα, δεν θα νοιαζόταν αν το παιδί θα είχε μάνα παντρεμένη. Θα γινόταν εκείνος πατέρας του παιδιού. Θα αναπλήρωνε εκείνος το κενό. Πώς είναι ο φάρος; Τις νύχτες; Στις φουρτούνες; Που απλώνει το φως του στο πέλαγο; Για τους κινδύνους; Έτσι ήταν ο πατέρας μου, μάνα… Ο φάρος μου».
  Δεκαπέντε χρόνια ταξίδια, χειμώνες και καλοκαίρια, με φουρτούνες και με κάλμες, πότε παρέα με την κόρη της και τη μητέρα της, πότε μόνη, απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλες τις θάλασσες όπου δούλεψε ο πατέρας της. Τον πρώτο καιρό με την παλιά φθηνή φωτογραφική της μηχανή κι αργότερα με την καινούργια, την ακριβή. Φάρος Μαντόνα των Παξών, Κανδελιούσσα Νισύρου, Μεγίστη Καστελλόριζου, Μεγάλο Έμβολο - Αγγελοχώρι  Θεσσαλονίκης, Αργυρόνησος Ευβοϊκού κόλπου, Μανδήλι Καρύστου, Σπαθί Σερίφου, Μεγανήσι Λέσβου, φάρος της Πάτρας.
Τα πρώτα χρόνια δούλευε  συνέχεια στον ψαρά. Έπειτα, παράλληλα  με τα ταξίδια της, άρχισε να γράφει τις θαλασσινές της εντυπώσεις από  τα άγρια μέρη των φάρων. Πήγε τα κείμενά της σε εφημερίδες και  περιοδικά. Άρεσαν. Άρχισε να συνεργάζεται με έντυπα. Άρχισε να πληρώνεται καλύτερα από ο,τι στον ψαρά. Συνέχιζε να γράφει για τις θάλασσες και να φωτογραφίζει φάρους. Σταμάτησε να δουλεύει στον ψαρά. Η ζωή της είχε αρχίσει να γίνεται περίπου όπως τη φανταζόταν μικρή….
Σήμερα η Βασιλίνα της  είναι είκοσι χρονώ κοπέλα. Σπουδάζει  ιστορικός τέχνης. Η Ροδή, κοντεύει τα σαράντα. Η μητέρα της έχει πάρει  σύνταξη κι όλη μέρα ασχολείται με τα γεράνια, τους ιβίσκους, το δενδρολίβανο και τη λεβάντα στον κήπο τους. Μπόρεσε  και το ανακαίνισε εκείνο το σπιτάκι  στο βράχο, η Ροδή. Δεν θέλησε να φύγει από εκεί. Πήρε δάνειο και  σχεδόν το έχτισε από την αρχή. Τα βραδάκια που βγαίνει στον κήπο και  το κοιτάζει απ’ έξω, όμορφο και  φωτεινό, με επένδυση πέτρας και ξύλινα τεράστια παράθυρα που αφήνουν όλο  το φως του πελάγους να μπαίνει  στα δωμάτια, της αρέσει να φαντάζεται ότι, το πατρικό της μοιάζει με φάρο που όλη νύχτα τον χτυπάνε τα κύματα κι αυτός το πρωί με το φως της ανατολής δείχνει στητός κι αγέρωχος, ένας πέτρινος στρατιώτης που μένει σταθερός στη θέση του, μεσ’ στη μανία της θάλασσας…
Πριν μερικά χρόνια παντρεύτηκε  τον Ηλία. Επαγγελματίας σκίπερ αυτός, καπετάνιος σε ιστιοφόρο, δουλεύει τους καλοκαιρινούς μήνες και μέχρι  τον Σεπτέμβρη σε ιστιοφόρα που  νοικιάζονται για
κρουαζιέρες σε τουρίστες, και τους χειμώνες παίζει μπουζούκι και τραγουδάει αρχοντορεμπέτικα σε ταβέρνα του Λαυρίου. Εκεί τον 
γνώρισε η Ροδή, ένα Σάββατο  βράδυ που είχε βγει με δυο φίλες της. 

Ταίριαξαν, έσμιξαν, τα βρήκαν. Τον αγάπησε. Κι εκείνος. Σε λίγους μήνες της ζήτησε να παντρευτούν.
«Ηλία, εάν παντρευτείς εμένα», του είχε πει σοβαρή η Ροδή που δεν μάσαγε τα λόγια της, «ουσιαστικά παντρεύεσαι τρεις γυναίκες. Θα πάρεις επίσης τη μάνα μου και την κόρη μου. Η κόρη μου εξώγαμη. Δεν έχουμε χωρίσει ποτέ εμείς οι τρεις. Και ούτε πρόκειται. Άντρας στο σπίτι δεν έχει μπει. Τα καταφέρνουμε μόνες μας επειδή λειτουργούμε σαν ομάδα. Άμα, λοιπόν, είναι  να μπεις στο σπίτι μας, να μπεις αντρίκια. Το παιδί μου να το αγαπήσεις και μάλιστα να το υιοθετήσεις. Να σ’ έχει πατέρα. Σ’ ακούω, λέγε… Εγώ, την πρόταση που μου έκανες, την άκουσα σαν τρεις γυναίκες και απαντάω για λογαριασμό και των τριών μας ‘ναι’. Εσύ, τι έχεις να μας πεις;»
Ο Ηλίας είχε χαμογελάσει. Από μικρό παιδί είχε μεγαλώσει στο λιμάνι και στις θάλασσες. Δεν έλεγα πολλά λόγια, αλλά έκανε πάντα τους γύρω του να νοιώθουν ότι μπορούν να τον εμπιστευτούν. «Πες και στις άλλες γυναίκες μου», της είχε απαντήσει τρυφερά, «ότι θα σας κάνω και τις τρεις ευτυχισμένες…»
 Σε λίγες μέρες η Ροδή θα έκανε την παρουσίαση του βιβλίου, ένα πολυτελές λεύκωμα με φωτογραφίες των φάρων της Ελλάδας και συνεντεύξεις από τους παλιούς ελεγκτές φάρων, του πολεμικού ναυτικού. Της πήρε χρόνια να το ολοκληρώσει. Αλλά έμεινε ευχαριστημένη. Ήταν ακριβώς όπως το ονειρευόταν και βέβαια αφιερωμένο στον πατέρα της. Η παρουσίαση θα γινόταν στην ταβέρνα που τραγουδούσε ο Ηλίας, με καλεσμένους συναδέλφους του πατέρα της, φίλους από τα περιοδικά, συμμαθήτριες και γείτονες από το Λαύριο.
Πάντα, όταν άνοιγε την πόρτα  του σπιτιού της για να φύγει, αναπόφευκτα τα μάτια της έπεφταν  στη θάλασσα. Κοντοστεκόταν πάντα, ακόμα κι όταν βιαζόταν. Κοίταζε μακριά, το πέλαγο, το λαμπύρισμα της θάλασσας κάτω από τον ήλιο ή το φεγγάρι κι έλεγε δυο κουβέντες στον πατέρα της. Μέσα της. Ένα «γεια σου μπαμπά μου…» Όταν έφευγε εκείνο το απόγευμα για την παρουσίαση του βιβλίου της, με τον άντρα της, την κόρη της και τη μάνα της, έμεινε τελευταία να κλειδώσει την πόρτα. Οι άλλοι προχώρησαν. Κλείδωσε κι έστρεψε τα μάτια στη θάλασσα. Ο ήλιος έδυε. Μαγευτικό το χρώμα στο Μυρτώο πέλαγο…
«Πατέρα μου», είπε ψιθυριστά, «αν κάτι έμαθα πολύ καλά κοντά σου, από τότε που ήμουν μικρό κοριτσάκι μ’ ένα μαντολάτο στο στόμα, είναι ότι η αγάπη είναι ένας τεράστιος φάρος στην καρδιά, που τον φροντίζει - ώστε να είναι πάντα αναμμένος - ένας αγαπημένος πατέρας: ο πατέρας μας, ένας άγιος, ένας θεός, ένας πατέρας τέλος πάντων…»  
                                                  ΙΟΥΝΙΟΣ 2012  
          

***

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ 2012 

- Πρώτο και δεύτερο βραβείο διεθνούς τμήματος

E-mail Εκτύπωση PDF
altΤα διηγήματα που πήραν τα δύο πρώτα βραβεία στο διεθνές τμήμα του 2ου διαγωνισμού του eyelands: "Καλημέρα" του Πολ Ντέιβιντ Άντκιν (Ισπανία), και "Αγάπη, Κέικ, Ελλάδα" της Σάρα Γουινστάνλεϊ (Ουαλία)

EYELANDS – 2ος  διεθνής διαγωνισμός διηγήματος
ΔΙΕΘΝΕΣ ΤΜΗΜΑ                             Πρώτο βραβείο

             Paul David Adkin - Kalimera

 
Οι κόκκορες κάνουν κικιρίκου. Οι κουρούνες κρώζουν. Κοκορεύονται κρώζοντας. Κοκορεύονται στους κόκκορες. Τα περιστέρια γουργουρίζουν. Τα σπουργίτια τιτιβίζουν. Τα σκυλιά γαβγίζουν. Ο Ρόμπερ Έιμαρντ χασμουριέται.
  Πρωινό στο αίθριο κάτω από την κληματαριά. Έσταξε το παχύρευστο μέλι πάνω στο άθικτο στρώμα  από το κρεμώδες γιαούρτι, κι ύστερα το ανακάτεψε.  Στροβιλίστηκε απαλά το πορτοκαλί στο λευκό, κι ήταν όμορφο να το βλέπεις. Το γάλα στη φωτιά σφύριξε,  ο καφές ακούστηκε να κελαρύζει. Έφτασε ως την κορφή. Η πρώτη μπλε φλόγα αναδύθηκε όταν το αέριο κόπηκε, η δεύτερη άφησε ένα σφύριγμα και βυθίστηκε στη σιωπή της.
  Την στιγμή ακριβώς που ήπιε την πρώτη γουλιά του ζεστού καφέ, ένα αδέσποτο σύννεφο φάνηκε να διαλύεται πέρα στον ορίζοντα. Ήπιε άλλη μια γουλιά και πάλι το σύννεφο έλαμψε καθώς το πορφυρό του ουρανού έλιωνε μέσα σε ένα θόλο φτιαγμένο από μπλε και πράσινο, κίτρινο και πορτοκαλί, χρυσό και κόκκινο.  Αλλά ο Ρόμπερτ Έιμαρντ δεν μπορούσε να αντέξει την ομορφιά για πολύ, ή καλύτερα, δεν μπορούσε να το επιτρέψει στον εαυτό του. Ένα απότομο γαργάρισμα έβγαλε τον αέρα από μέσα του. Είχε μια φοβία πως κάθε τι υπέροχο θα γίνει βαρετό αν το γευτείς σε υπερβολική δόση: -κι αν είναι αυτός ένας κόσμος γεμάτος υπερβολικές δόσεις. Σκοτώσαμε την ομορφιά καιρό πριν, μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούσαμε να πάρουμε όση θέλαμε. Τώρα πια, κανείς δεν πιστεύει στην ομορφιά . Αλλά: - Εκείνη, ήταν όμορφη...
  Ένα κουτάλι γιαούρτι ρουφήχτηκε, κι ύστερα απέμεινε καθαρό από το γλείψιμο. Τζορτζ ήταν το όνομά της, από το Τζορτζίνα. Είχαν καταφέρει να περάσουν δέκα χρόνια μαζί προτού εκείνη τον εγκαταλείψει, διασχίζοντας έναν ωκεανό. Εκείνος είχε μείνει πίσω.  Του απαγορεύτηκε να την ακολουθήσει. Ήταν καταδικασμένος να παραμείνει στο καθαρτήριο των αναμνήσεων. Όπως ένα κινέζικο γεύμα, η κοινή τους ζωή, ήταν γλυκιά και ξινή.  Θα ‘πρεπε να έχω τρέξει πίσω της; - Την ίδια ερώτηση έκανε ξανά και ξανά κάθε μέρα στον εαυτό του, από τότε που η χαμένη βασίλισσά του είχε φύγει. Η πικρή, αθέλητη, ανίσχυρη καθυστέρησή του: μέσα του είχε μείνει η υποψία πως μια θεατρική γεμάτη πάθος χειρονομία μπορεί και να είχε αποτρέψει την έξοδο, αλλά η εικόνα αυτή ήταν αξιολύπητη.
  Αργότερα, εκεί έξω όλα ήταν εκτυφλωτικά φωτεινά. Ο ήλιος πλησίαζε  το άψογο παρθένο λευκό του καμπαναριού της Μονής Αγίου Γεωργίου. Μια ζεστή μέρα ερχόταν. Ένας καλόγερος πλησίασε. Φορούσε το μαύρο καπέλο του που έμοιαζε με καπνοδόχο, τα ράσα του απλώνονταν χαλαρά κάτω από κείνη την τεράστια λευκή γενειάδα, η ζωή το καλοκαίρι πρέπει να ήταν μια κόλαση: - Εξακολουθούσε άραγε να είναι η σωματική τιμωρία σημαντικό θέμα στην εκκλησία; - Ο μοναχός χαμογέλασε και ο Ρόμπερτ τού αντιγύρισε το χαμόγελο: "Καλημέρα" "Καλημέρα" - Είναι το ράσο του μαύρο ή υπεριώδες; - Μερικές φορές νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει μια κυανόχρουσα απόχρωση στο ρούχο, που ήταν αρκετά χοντρό για να μουσκέψεις στον ήλιο. Ένα κινούμενο φαινόμενο του θερμοκηπίου: - Αυτός τώρα ο λακωνικός μαζοχισμός ήταν για να τον θαυμάσεις ή για να τον περιγελάσεις; - Ο μοναχός πλησίασε, είχε γαλανά μάτια, παρουσιάζοντας μ’ ένα θρόισμα μια εφημερίδα μπροστά στα μάτια του ξένου.
  Τα μάτια του Ρόμπερτ Έιμαρντ ζωήρεψαν.  Τα φύλλα της εφημερίδας που του προσφέρθηκε αναδεύτηκαν από ένα ξαφνικό αεράκι και δημιούργησαν ένα ήχο που έμοιαζε με χειροκρότημα καθώς χτύπησαν μεταξύ τους. Ψαχούλεψε το τσεπάκι πάνω από την καρδιά του για να βγάλει τα γυαλιά ηλίου, ενώ το άλλο το χέρι άδραξε την εφημερίδα. Το μονοπάτι περνούσε μέσα από ένα χωράφι περίκλειστο από ξερολιθιές. Κηλίδες του καφέ: σκουρόχρωμες κατσίκες φτέρνιστηκαν αδιάντροπα κοιτώντας την εφημερίδα με γαστριμαργικές προθέσεις. Ο Έιμαρντ που μπορούσε να δει μόνο μακριά κράτησε σε μια απόσταση μπροστά του τη σελίδα: τι υποτίθεται ότι θα έπρεπε να δει; Ο τίτλος, το απόμακρο μηρύκασμα των κατσικιών, το θρόισμα της σελίδας. Ένα ολόλευκο μικρό με ένα μαύρο «μπάλωμα» στο μάτι. Για να κρατήσει τη σελίδα σταθερή έπρεπε να χρησιμοποιήσει και τα δύο χέρια. Κι έπρεπε να παλέψει για να κατανοήσει τα ελληνικά κυριλικά στοιχεία. Μια κατσίκα άφησε να της φύγει μια πορδή και ένας μικρός καταρράκτης από κάτουρο και περιττώματα επέστρεψαν στη γη. Σημαδεμένα πρόβατα που έμοιαζαν αποσκελετωμένα έπειτα από το κούρεμα, ακολουθούσαν το δρόμο τους τρικλίζοντας.  Ο Έιμαρντ γύρισε τη σελίδα προς το μέρος του, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι εξαιτίας μιας μύγας που ζουζούνιζε έντονα. Οι χάντρες από το ροζάριο του μοναχού έπεφταν με κρότο η μια πάνω στην άλλη.  Το δυνατό φως του ήλιου πάνω στον πρωτοσέλιδο τίτλο: Η Ελλάδα είχε κερδίσει το Ευρωπαϊκό Κύπελλο ποδοσφαίρου.
  Ο Ρόμπερτ Έιμαρντ, που περίμενε να διαβάσει ότι έρχεται η Αποκάλυψη,  χαμογέλασε με την κοινοτοπία της είδησης, και τα κίτρινα δόντια του καθρεφτίστηκαν  στο στόμα του μοναχού, που ακτινοβολούσε φουσκωμένος από υπερηφάνεια γι’ αυτή την χαρμόσυνη είδηση. Ήταν ο πρώτος θρίαμβος της Ελλάδας από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
  Ο Ρόμπερτ σήκωσε το χέρι του για να κάνει μια αμφιλεγόμενη κίνηση που ερμηνεύτηκε τέλεια για μία από τις πιθανές εξηγήσεις της, κι ύστερα ο μοναχός και ο άντρας γύρισαν την πλάτη ο ένας στον άλλο και απομακρύνθηκαν. Ο Ρόμπερτ έπρεπε να κατηφορίσει προς το φούρνο που βρισκόταν στο τέρμα των σκαλοπατιών. Ήταν τα εβδομήντα επτά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο λιμάνι. Στάθηκε κοιτάζοντας προς τα κάτω προτού ξεκινήσει για δεκάκις χιλιοστή φορά. 770 χιλιάδες σκαλιά: - Αν ήμασταν σε θέση πραγματικά να μετρήσουμε όλες τις φορές, για κάθε πράγμα που κάναμε, θα μπορούσαμε πια να αμφιβάλλουμε για τον τερατώδη βαθμό του παραλογισμού μας; – Η στενωπός της κατάβασης. Περνούσε από σκοτεινά  σπηλαιώδη μαγαζιά, κλειστά ακόμα.
  Ένας μεγαλόσωμος άντρας κάθεται  σταυροπόδι σε ένα σκαμνί και τυλίγει ένα σχοινί. Οι φωνές του βαρκάρη  από τη μεριά του λιμανιού, ειδοποιούν πως όπου να ‘ναι φεύγει το πρώτο δρομολόγιο για να περάσεις απέναντι. Ο ήλιος βρίσκεται στα αριστερά του και πέφτει πάνω στις κορυφές των σπιτιών από τη δεξιά πλευρά. Λευκαίνει τους λευκοασβεστωμένους τοίχους. Μια μουριά που παλεύει να μεγαλώσει κόντρα σε έναν τοίχο στα αριστερά του, τρεμουλιάζει ευτυχισμένα, καθώς τη γαργαλάει ένα ελαφρύ αεράκι που έρχεται ανεβαίνοντας από τη θάλασσα.
  Στο τέρμα της διαδρομής, μια χήρα καθόταν, σαν φρουρός, στην πόρτα του αρτοποιείου. Μικρές γκρίζες κηλίδες  στα χέρια και το πρόσωπο, τυλιγμένη στο μαύρο του πένθους. Την ήξερε. Μαρία: Η χήρα ενός ψαρά. Μητέρα του αρτοποιού, νεκρός κι εκείνος. Η νύφη της είχε αναλάβει τη δουλειά τώρα. Αλλά η νύφη της είχε αρρωστήσει από καρκίνο και δεν είχε καθόλου δύναμη. Η Μαρία είχε δύο κόρες, που είχαν γίνει μητέρες κι εκείνες, η μεγαλύτερη ήταν κιόλας γιαγιά: - Καλημέρα, Μαρία - Έγειρε το κεφάλι της προς το μέρος του. Το πρόσωπό της ήταν ένα δαμάσκηνο, κάθε αυλάκι σε αυτό είχε σκαφτεί κι από μια οικογενειακή τραγωδία ή είχε χαραχτεί από κάθε σταγόνα που διαβρώνει σταθερά τη ζωή κάθε γυναίκας του μόχθου. Τα ματόφυλλά της ανασηκώθηκαν για να εκθέσουν μια υγρή γκρίζα επιφάνεια, που γυάλιζε από εκείνη τη χαρακτηριστική ιξώδη υφή του καταρράκτη. Ασθενικές σφαίρες που δεν μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν, άνοιξαν περισσότερο από μια συνηθισμένη αντανακλαστική αντίδραση, παρά για να προσπαθήσουν να                                                                                                                
λειτουργήσουν κανονικά, αλλά παρ' όλα αυτά τον αναγνώρισε από την μη ελληνική θωριά του, καθώς και από την εμπειρία της: οι Αμερικάνοι από το ξενοδοχείο, κατεβαίνουν για ψωμί κάθε μέρα.
  Ήταν κάτι που γινόταν εδώ και χρόνια. Χρόνια που η Μαρία είχε σταματήσει να μετράει. Είχε σταματήσει να μετράει ο,τιδήποτε από το θάνατο του γιου της. Η δεύτερη τραγωδία ήρθε πολύ κοντά μετά το πρώτη. Με την απώλεια του συζύγου της πέτρωσε πια, κατάφερε ακόμα ένα βρει και μια μυστική δίοδο  αισιοδοξίας: τώρα που είχε φύγει κι αυτός δεν θα χρειαζόταν να κουβαλήσει  το βάρος ενός ακόμη παιδιού στη μήτρα της. Τρία ήταν αρκετά. Αλλά αυτός ήταν ένας παράλογος τρόπος για να αντέξεις το θρήνο, και η βέβηλη σκέψη ωθήθηκε στο υποσυνείδητο μακριά από συνειδητές περιοχές. Ακόμα και ο ιερέας δεν θα μπορούσε ποτέ να ακούσει κάτι τέτοιο και για να επιβιώσει η απαγορευμένη σκέψη έπρεπε να την αγνοήσει ακόμη και η ίδια. Αλλά βαθιά μέσα της άρχισε να μισεί τον εαυτό της. Κι ύστερα, λίγο μετά που άρχισε να συμβιβάζεται με την τύχη της, έχασε το γιο της. Το αυτοκίνητο έπεσε σ’ ένα γκρεμό. Υπάρχει ένα εικονοστάσι γι’ αυτόν στο δρόμο. Ένα κερί μπροστά από μια φωτογραφία που βρίσκεται μέσα σε ένα κουτί πάνω σ’ ένα κιονοστάτη. Ένα τετράγωνο σπιτάκι με γυάλινη πόρτα και ένα σταυρό στην οροφή. Και μια εικόνα της Παναγίας. Εκεί βρίσκεται η φοβερή μνήμη του γιου της. Αγαπημένου γιου. Αγαπημένου από όλους. Τόσο καλό παιδί. Τόσος σκληρός ο θάνατός του. Η δεύτερη απώλεια αποξήρανε τη σκληρότητα της, την έκανε εύθραυστη, έμοιαζε με σχιστόλιθο. Η ανάγκη για τη ζωή έγινε κάτι παροδικό. Δεν υπήρχε μέλλον, δεν υπήρχε το παρελθόν, μόνο το παρόν μπορούσε να την διατηρήσει. Το παρελθόν ήταν πάρα πολύ επώδυνο και έπρεπε να θαφτεί. Το μέλλον θα μπορούσε να υποσχεθεί μόνο την πιθανότητα για ακόμη περισσότερες απώλειες.
   Κάθε χρόνο η οικογένειά της οργάνωνε μια γιορτή γενεθλίων, και έπρεπε κάθε φορά να της το υπενθυμίσουν. Της είπαν, εκείνοι που συνέχιζαν ακόμη να μετράνε, ότι ήταν ενενήντα πέντε ετών. Δεν την ένοιαζε. Προσπάθησαν να την κάνουν να νιώσει περήφανη για την ηλικία της, αλλά εκείνη δεν την ένοιαζε. Ο χαιρετισμός του ξένου, που περνάει μαλακά από τα ατροφικά αυτιά της, αντήχησε σαν μουσική μέσα στο κεφάλι της, αλλά εκείνη δεν την ένοιαζε. Το κεφάλι της ανασηκώθηκε λίγο προς τα πάνω προς τη μεριά του ήχου και τη θολή λευκή μορφή απ’ όπου είχε έρθει, κι ύστερα έγειρε πάλι βαριά προς τα κάτω, επιστρέφοντας σε μια άλλη μουσική, μια πιο συνηθισμένη και σταθερή συμφωνία που αποτελείται από τα γουργουρίσματα των περιστεριών και τα πρώτα τερετίσματα των τζιτζικιών.
Ο Ρόμπερτ Έιμαρντ σήκωσε το πόδι του για να πατήσει το κατώφλι του αρτοποιείου. Γλυκιά μυρωδιά κανέλλας ξεχύθηκε από μέσα μαζί με πίδακες από άρωμα μοσχοκάρυδου.
"Καλημέρα, Ειρήνη."
"Καλημέρα, κύριε Έιμαρντ».
"Θα είναι ένα πολύ ζεστή μέρα σήμερα."
«Ναι, κ. Έιμαρντ, θα κάνει ζέστη," γαλάζια μάτια και φιλντισένιο χαμόγελο από ένα όμορφο ηλιοκαμένο πρόσωπο. Σήκωσε μια χάρτινη σακούλα, γεμάτη από τα φραντζολάκια που είχε ήδη παραγγείλει, πάνω στον πάγκο. Έγειρε λίγο προς τα εμπρός για να την πάρει, και, με την κίνηση αυτή, το χέρι του ακούμπησε μαλακά το γυμνό χέρι του κοριτσιού δίπλα του. Όμορφο κι εκείνο. Το χέρι της κινήθηκε προς πίσω, πάνω από το δικό του.  Έψαχνε για κέρματα μέσα σε ένα ροζ πορτοφολάκι. Τα μάτια του στάθηκαν στους δυνατούς γοφούς της. Νιώθοντας άβολα έτσι όπως μετρούσε, έκανε μια απότομη κίνηση, σχεδόν σαν χορευτική φιγούρα. Στενό εφαρμοστό μπλουζάκι στον κόρφο της. Στενό, εφαρμοστό ροζ παντελόνι. Όταν τελικά τα βρήκε, τέντωσε τον λεπτό καρπό της μπροστά. Για να πληρώσει. Αμέσως μετά έριξε με βρόντο τα κέρματα πάνω στον πάγκο. Χαμογέλασε στην Ειρήνη και στη συνέχεια, στροβιλίστηκε μέχρι την πόρτα. Άραγε του είχε ανταποδώσει το χαμόγελο;
  Ο κύριος Έιμαρντ πλήρωσε βιαστικά. Για να μπορέσει να την προλάβει και να περπατήσει πίσω της αργά αργά, για να μείνει πίσω της και να παρακολουθεί τον πισινό της να λικνίζεται. Για να έχει την ευχαρίστηση να δει αυτό το θέαμα πρωί πρωί. Βιάσου. Παραλίγο να πέσει επάνω της στην πόρτα. Χαμογέλασε. Ναι, σε αυτόν. Ύστερα κινήθηκε νωχελικά προς τα αριστερά. Αναστέναξε βαθιά. Ο δικός του δρόμος ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κρίμα. Ύστερα άλλαξε κατεύθυνση. Ίσως. Στα αριστερά κι αυτός. Ίσως. Ξεπρόβαλλε στο λιμάνι.  Οι ψαρόβαρκες χοροπηδούσαν λες και γελούσαν μαζί του. Εκείνη είχε εξαφανιστεί. Φυσικά, γελούσαν μαζί του. Κακομοίρη γέρο Έιμαρντ. Είναι ανάγκη τα γηρατειά να είναι τόσο αξιοθρήνητα; Πάντα;
  Περπατούσε πίσω στο λόφο, κοιτάζοντας τα χαλίκια. Ο Ιωάννης Παπουντόπολις του φώναξε. Ο Ιωάννης Παπουντόπολις ήταν ένας παχύς, λιπαρός άνθρωπος που είχε χίλια και ένα όνειρα για το πώς θα αποκτήσει εύκολο χρήμα, το ένα πιο γελοίο από το άλλο.  Σήμερα ήθελε να αγοράσει την ακτογραμμή της Τουρκίας από την τουρκική κυβέρνηση και να φυτέψει παντού ξενοδοχεία. Υπέροχες αμμώδεις παραλίες, όχι σαν αυτά τα μικροσκοπικά πράγματα με το βότσαλο εδώ. Και πιο πολλή ζέστη, άφθονη ζέστη για τους Βρετανούς και τους Γερμανούς. Γήπεδα γκολφ και τεράστια τριών, τεσσάρων, πέντε αστέρων ξενοδοχεία, με αιρ κοντίσιον και δική τους πισίνα. Νότια της Σμύρνης. Πληρώνεις ογδόντα χιλιάδες ευρώ και ου δίνουν στο χέρι χίλια εκτάρια γης με ελιές, πορτοκαλιές, συκιές και αμυγδαλιές. Τα ξεπατώνουμε όλα και φυτεύουμε αυτό που θα μας φέρει τα πολλά λεφτά. Κάθε καλοκαίρι θα έχεις εγγυημένη σοδειά:
"Μπορώ να πάρω το κεφάλαιο, αλλά χρειάζομαι ένα άλλο όνομα. Οι Τούρκοι δεν θα κάνουν μπίζνες με έναν Έλληνα. "
 - Να ξεπατώσουμε την Τουρκία. Με τίποτα.
"Αν δεν το κάνουμε εμείς, κάποιος άλλος θα το κάνει."
Το επιχείρημα για να τερματίσετε όλα τα επιχειρήματα.
Αν δεν σε πνίξω εγώ, κάποιος άλλος θα το κάνει.

  Ανέβηκε στην κορυφή και πάλι. Οι κατσίκες και πάλι. Ακόμα μασουλάνε ευτυχισμένες, αλλά στη σκιά τώρα. Κάτω από ένα δέντρο. Να ξεπατώσουμε τα δέντρα. Αυτό θα έκανε ο Ιωάννης. Και στη συνέχεια, που θα βρούμε τη σκιά μας; Να ξεπατώσουμε τις ελιές. Λες και αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Πόσος χρόνος χρειάζεται για να μεγαλώσει ένας ελαιώνας; Κι όμως, είμαστε τόσο τυχεροί τώρα… ζούμε σε ένα τόσο πλούσιο κόσμο τώρα. Οι άνθρωποι ήταν πιο φτωχοί παλιά, μέχρι που άρχισαν να καταστρέφουν τα δάση. Εντατικοποίηση της γεωργίας σας, δεν χρειάζεστε τόσο πολύ χώρο. Πλαστικά τοπία. Η Μεσόγειος είναι γεμάτη από πλαστικό τοπία τώρα. Τοπία καταραμένης ασχήμιας, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Παύει να είναι άσχημο κάτι όταν δείτε τα νούμερα. Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τόσες πολλές ντομάτες. Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλο περιθώριο κέρδους. Αυτό είναι πρόοδος. Δεν έχουν την ίδια γεύση ... αλλά θα το συνηθίσετε αυτό. Πολύ σύντομα θα έχουμε ξεχάσει τι γεύση είχαν. Κοιτάζω το δάσος και βλέπω τα χρήματα. Πολλά χρήματα. Ένα δάσος είναι ένας χώρος, και χώρος σημαίνει  χρήματα. Εμείς απλά πρέπει να ξαναφτιάξουμε το χώρο. Μόνο όταν αποκτήσαμε τα κότσια να ξεριζώσουμε τα δάση άρχισε η οικονομία να κινείται πραγματικά. Ο άνθρωπος γίνεται πλουσιότερος, καθώς ο κόσμος γίνεται φτωχότερος.
  Ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό πάνω από τη Μεσόγειο, και ο Ιωάννης θέλει να ξεπατώσει τα δέντρα. Ξεπάτωσε όλα τα δέντρα και στέγνωσε τα ποτάμια. Κάντε τη Μεσόγειο άλλη μια Νεκρά Θάλασσα. Όπως την Κασπία, όπως την Αράλη ... Θάλασσες που πεθαίνουν, κι ύστερα ωκεανοί που πεθαίνουν. Όσο για μας, είμαστε
όλοι μας ήδη νεκροί. Καμένοι. Ο κόσμος θα γίνει ένα τεράστιο Ντουμπάι. Όλοι θα ζουν και θα εργάζονται σε ουρανοξύστες που φύτρωσαν πάνω στην άμμο της ερήμου. Και αν όλος ο κόσμος γίνει μια έρημος, πώς θα πληρώνουμε τους λογαριασμούς για τα κλιματιστικά; Νεκροί άντρες. Νεκρές γυναίκες. Νεκροί. Όλοι μας. Νεκροί. Και ακόμα και η λέξη "νεκρός" θα έχει πάψει να υπάρχει.
Κοίταξε για μια στιγμή κατευθείαν στον ήλιο. Μπορώ να βλέπω εξαιτίας του φωτός. Χωρίς φως είμαστε τυφλοί. Ένας φανταστικός, ιδανικός ήλιος προκάλεσε την ανάγκη. Αλλά έναν φανταστικό ήλιο είναι εύκολο να τον δει κανείς, τον πραγματικό ήλιο όχι. Τον πραγματικό ήλιο δεν μπορείς να τον κοιτάξεις. Ο πραγματικός ήλιος καίει την όραση. Αν το φως του ήλιου λούσει το σύμπαν για μια στιγμή. Αν πάρουμε περισσότερο ήλιο θα μας πάρει εκείνος. Θα μας στεγνώσει. Θα μας τυφλώσει. Θα μας σκοτώσει. Όχι με μια κοσμική έκρηξη αλλά με ένα στεγνό, διψασμένο κλαψούρισμα.
Όλεθρος.
Χωρίς νερό είμαστε καταδικασμένοι.

  Στην πλατεία μπροστά από τον ξενώνα υπήρχε μια πηγή με πόσιμο νερό,  που την σκίαζαν μαζί το ίδιο το κτίριο και ένας πλάτανος. Ένας σωλήνας, κοινοτικός φέρνει δροσερό γλυκό μεσογειακό πόσιμο νερό στο χωριό. Μια  παχουλή γειτόνισσα, με τυλιγμένο το κεφάλι της, διέσχισε την πλατεία από την ηλιόλουστη πλευρά με ένα κανάτι κάτω από το μπράτσο της. Υπήρχε ακόμα  ζωή κάτω από τον ήλιο. Υπήρχε ακόμα η ανάγκη για τη ζωή κάτω από τον ήλιο. Αλλά μόνο αν υπάρχει σκιά. Αν η Γη σταματούσε να γυρίζει θα έπαυε να υπάρχει ζωή σε αυτήν. Η ισορροπία μας απαιτεί την αλλαγή. Η σταθερότητά μας χρειάζεται την κίνηση. Η γυναίκα έφτασε κάτω από την σκιά και έμοιαζε σαν να έλιωνε η κάψα από μέσα της.
"Καλημέρα".
"Γειά σας"
 Το νερό κελάρυσε μέσα στο πήλινο κανάτι και ο Ρόμπερτ Έιμαρντ ένιωσε το στόμα του να υγραίνεται. Γκάγκλ, γκλουκ, γκαλγκλ ... ο ήχος από μόνος του μπορεί να σε δροσερέψει. Ένα απαλό αεράκι φύσηξε. Εμπνευσμένο από τη μουσική της κανάτας που γεμίζει; Κάποτε πιστέψαμε ότι μπορούμε να εμπνεύσουμε τη φύση με τον τρόπο που εμείς θέλουμε. Το πρόβλημα είναι ότι δεν το θέλουμε πια. Ή, αν θέλετε, δεν πιστεύουμε ότι μπορούμε πια.
Τι ήθελε ο Ρόμπερτ; Σε τι πίστευε; Κάθισε σε ένα βράχο στην άκρη του δρόμου και έκλεισε τα μάτια του. Θα ήταν άλλη μια ζεστή ημέρα. Θα έπρεπε να ήταν εκεί μαζί της, αλλά δεν ήταν. Αυτή ήταν η
αλήθεια. Τα πράγματα έμοιαζαν να μην αλλάζουν ποτέ, όχι σ’ εκείνο τον τόπο.
Κι όμως αλλάζουν, πάντα έτσι γίνεται. Η καρδιά του πονούσε. Κι εκείνος άλλαζε. Τα πάντα ρει.
Σήκωσε το πρόσωπό του κόντρα στο φως του ήλιου. Πολλή ζέστη, δεν είναι πάρα πολλή ζέστη; Όχι, ήταν ακόμα υποφερτή. Απόλαυσε το πρωινό, όσο θα κρατήσει. Καλό πρωί ... καλό ... καλό ... πρωί. Καλημέρα ... Καλημέρα ... Kalimera* ... Απόλαυσέ την.

                               
*σ.μ.: ελληνικά στο πρωτότυπο
-
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Paul David Adkin
Είναι Βρετανός, αλλά μεγάλωσε στην πόλη της Μελβούρνης στην Αυστραλία.  Είναι πτυχιούχος Αγγλικής φιλολογίας και απόφοιτος Δραματικής Σχολής. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εργάστηκε στο θέατρο ως σκηνοθέτης, ηθοποιός αλλά και συγγραφέας. Αρκετά θεατρικά του έργα ανέβηκαν παρουσιάστηκαν σε θέατρα της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Βρετανίας. Από το 1986 ζει στην Ισπανία. Έπειτα από αρκετά χρόνια εργασίας ως κειμενογράφος και καθηγητής Αγγλικών έφτιαξε, το 2005 τη δική του θεατρική ομάδα που ονομάζεται ÑU Teatro. Εκεί εργάζεται ως συγγραφέας, καλλιτεχνικός διευθυντής και περιστασιακά ως ηθοποιός. Ο Πολ ζει στην Ισπανία κυρίως λόγω του πάθους του για την Μεσογειακή κουλτούρα και τον τρόπο ζωής εκεί. Ένα άλλο πάθος του είναι η Ελλάδα και είναι τακτικός επισκέπτης των ελληνικών νησιών. Στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο κομμάτι των γραπτών του, την τελευταία δεκαετία, έχει πραγματοποιηθεί χάρη στην Ελλάδα. Πέρα από τη λογοτεχνία έχει μια ιδιαίτερη αγάπη για τη φιλοσοφία και αυτό τον καιρό εργάζεται σε ένα φιλοσοφικό, αν και με ποιητικό ύφος, δοκίμιο. Πολλά διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά στην Ευρώπη και την Αυστραλία. Το μυθιστόρημά του «Καθαρτήριο» (το πρώτο μέρος από την ευρύτερη ενότητα Terra Australis Incognita), όπως και το θεατρικό του έργο «Hamlet Rex» έχουν εκδοθεί από τα ÑUBOOKS και διατίθενται από το Amazon σε μορφή e-book.
Η διεύθυνση του Blog του είναι: http://pauladkin.wordpress.com/

**

EYELANDS – 2ος  διεθνής διαγωνισμός διηγήματος
ΔΙΕΘΝΕΣ ΤΜΗΜΑ                             Δεύτερο βραβείο
     Sarah Winstanley  -  Αγάπη, Κέικ & Ελλάδα


alt«Ω, κοίτα! Είναι σχεδόν τρεις, ώρα για τσάι », λέει ο Τζορτζ, και ετοιμάζεται να σηκωθεί από την πολυθρόνα του.
Η Σούζι ρίχνει μια ματιά στο φορητό ρολόι πάνω από το τζάκι στο σαλόνι του ξενώνα, και στη συνέχεια στο ρολόι της, και επιβεβαιώνει την υποψία της ότι η ώρα μάλλον πλησιάζει τις πέντε. «Μπαμπά, νομίζω ότι το ρολόι σταμάτησε…»
Η Τζούλια που νιώθει τη ροζ στολή της να την στενεύει, τρίβει το χέρι του Τζορτζ, καθώς του εξηγεί, «έχει δίκιο η κόρη σας, κύριε Θόρνμπουρι, το ρολόι είναι σταματημένο. Έχετε ήδη πάρει το απογευματινό τσάι και το κέικ σας.
Ο Τζορτζ γέρνει ξανά στην πολυθρόνα του, καθώς η Τζούλια γυρίζει το ρολόι με την μπροστινή του μεριά να κοιτάζει τον τοίχο. «Αυτός είναι ο τρίτος σήμερα το απόγευμα, που προσπαθεί να πάρει δεύτερη φορά τσάι με το κέικ», εκμυστηρεύεται στην Σούζι. «Δεν μπορώ να τους κατηγορήσω όμως," προσθέτει με ένα κλείσιμο του ματιού, και εξαφανίζεται για να πάει κοντά σε μια κυρία που έχει αρχίσει να κλαίει σιγανά.
«Λοιπόν, δεν θυμάμαι να δοκίμασα κανένα κέικ», λέει ο Τζορτζ μελαγχολικά. «Η Μάρτζορι θα μου φτιάξει ένα κέικ με μαρμελάδα. Φουσκωτό και απαλό σαν αέρας. Θα της το ζητήσεις για χάρη μου, έτσι δεν είναι Σούζι κορίτσι μου;»
«Φυσικά και θα το κάνω μπαμπά».
«Έτσι με κέρδισε η μητέρα σας, με αυτά που έφτιαχνε, γλυκά όπως ακριβώς κι η καρδιά της», χαμογελάει ο Τζορτζ. Μνήμες από αγάπη και κέικ που παραμένουν άθιχτες.
Η Σούζι χαμογελάει κι εκείνη και αρχίζει να μιλά για τον κήπο. Έχει πάψει πια να του υπενθυμίζει ότι η Μάρτζορι με τα κέικ και τις μαρμελάδες της έχουν χαθεί προ πολλού. Η Σούζι θέλει να τον απαλλάξει από τον πόνο που θα τού προκαλούσε ν’ ακούσει αυτά τα λόγια ξανά, να μην ραγίσει ξανά η καρδιά του όπως έγινε την πρώτη και μοναδική φορά που του ψιθύρισε απαλά, «τώρα έχουμε μείνει οι δυο μας, μπαμπά. Μόνο οι δυο μας ».
  Θεέ μου, αυτές οι επισκέψεις γίνονται μερικές φορές τόσο καταθλιπτικές, σκέφτεται η Σούζι, κοιτάζοντας γύρω της τους άλλους ένοικους που κάθονται ασάλευτοι. Μοιάζει τόσο άδικο το  γεγονός ότι ο μπαμπάς της θα πρέπει να είναι εδώ. Σε σύγκριση με τους άλλους δείχνει δέκα χρόνια νεότερος, και έχει εκατό φορές περισσότερη ενέργεια. Δεν είναι το σώμα του που τον πρόδωσε.

  Πέρα από τη δουλειά της, και τις επισκέψεις της, η Σούζι έχει αναλάβει να καθαρίσει το μπανγκαλόου που έμεναν οι γονείς της. Έχει σχεδόν αδειάσει τώρα, το μεγαλύτερο μέρος από τα πράγματα έχει ήδη πουληθεί, ανάμεσά τους και τρεις ηλεκτρικές σκούπες που ο πατέρας της είχε παραγγείλει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξεχνώντας την παραγγελία αμέσως μόλις την ολοκλήρωνε.  Τα πιο πολύτιμα αντικείμενα είναι στο δωμάτιο του Τζορτζ στον Οίκο Πίρβιου, τα υπόλοιπα πήγαν στο τοπικό φιλανθρωπικό κατάστημα. Η Σούζι κουβάλησε με το αυτοκίνητο τα ρούχα της νεκρής μητέρας της σε ένα άλλο φιλανθρωπικό κατάστημα σαράντα μίλια μακριά. Δεν ήθελε να ρισκάρει την πιθανότητα να δει μια ξένη γυναίκα να τα φοράει και να πιστέψει λαθεμένα, έστω και για μια στιγμή, πως είναι η μητέρα της.

  Καιρός να ασχοληθώ με τη σοφίτα, σκέφτεται η Σούζι. «Ο Θεός ξέρει τι υπάρχει εκεί πάνω», λέει φωναχτά, φοβάται μήπως βρει νεκρά περιστέρια, ή, ακόμη χειρότερα, ένα ζωντανό αρουραίο. Πρέπει να ανεβεί επάνω σε ένα σκαμνί της κουζίνας για να φτάσει το σύρτη που κρατά κλειστή την πόρτα, και στη συνέχεια να πηδήσει κάτω και να βρει την πτυσσόμενη σκάλα, με τα μάτια προς τα κάτω για να εμποδίσει τους κόκκους της σκόνης να μπουν μέσα. Ύστερα να χώσει το κεφάλι της μέσα από την καταπακτή που θα κρατάει ανοιχτή τραβώντας το καλώδιο που κρέμεται δίπλα από τη μοναδική λάμπα και με το φως της θα αποκαλυφθεί ένας απογοητευτικά κενός χώρος. Κανένα ζώο. Ούτε βαλίτσες ούτε κουτιά με στολίδια χριστουγεννιάτικα. Μόνο μια τακτοποιημένη στοίβα κουτιών από φωτοτυπικό χαρτί στην γωνία στην άλλη άκρη, κλεισμένα με ασημένια ταινία, κάτι που τα κάνει εύκολα αναγνωρίσιμα ως πράγματα του μπαμπά. Η μαμά χρησιμοποιούσε πάντα τη «σωστή» καφέ ταινία συσκευασίας.

  Δέκα λεπτά αργότερα, η Σούζι έχει βάλει τα κουτιά στον πάγκο της κουζίνας και τα έχει ανοίξει με ανυπομονησία. Στην τηλεόραση είχε δει τώρα τελευταία ένα ζευγάρι που ανακάλυψε ότι ένα βάζο που είχε στη σοφίτα άξιζε μια περιουσία. Αυτό θα ήταν ωραίο, σκέφτεται Σούζι, που κάνει μια γκριμάτσα όταν σκέφτεται πόσο της κοστίζει ο Οίκος Πίρβιου. Και τότε σταματά και χαμογελάει, καθώς βγάζει τα στρώματα από παλιές εφημερίδες για να αποκαλύψει τον πατέρα της να της αντιγυρίζει το χαμόγελο. Φωτογραφίες. Τα κουτιά είναι  γεμάτα με φωτογραφίες. Η Σούζι τραβάει ξανά την εφημερίδα προσεκτικά προς τα πάνω. Στο άδειο μπανγκαλόου αντηχούν τα αναφιλητά της.
 
 Στην επόμενη επίσκεψή της στον Οίκο Πίρβιου, είναι μια παράλογα ζεστή ημέρα και η Σούζι βλέπει μέσα από τα μεγάλα παράθυρα του σαλονιού κάποιους από τους άλλους επισκέπτες να τσουλάνε τις πολυθρόνες των συγγενών τους στα παρτέρια με το γκαζόν πάνω στην πλαγιά που οδηγεί σε κείνη την μόνιμα γκρίζα θάλασσα.
Ο Τζορτζ δεν βρίσκεται στη συνηθισμένη του πολυθρόνα στο σαλόνι, και η Τζούλια της φωνάζει από την άλλη άκρη της αίθουσας, «Είναι στον κήπο κι αυτός, αγάπη μου, ποτέ δεν τον είδα τόσο ανήσυχο όσο σήμερα. Γιατί δεν πας να κάνεις μια μικρή βόλτα; Θα βρέχει πάλι από αύριο, μπορείς να στοιχηματίσεις τη ζωή σου σ’ αυτό.»
Στον κήπο, η Σούζι βρίσκει τον Τζορτζ να στέκεται στο γρασίδι κοιτάζοντας τη θάλασσα, και γλιστρά το χέρι της στο δικό του, λέγοντας: «Γεια σου μπαμπά.» Ποτέ δεν τον ρωτάει πώς πέρασε από την τελευταία επίσκεψή της. Τον εκνευρίζει αυτό το είδος των ερωτήσεων.
«Πάμε κάτω στην προκυμαία, θα σε κεράσω ένα παγωτό», λέει ο Τζορτζ, χωρίς να την κοιτάζει καθώς διασχίζει το μονοπάτι για την μικρή αυλόπορτα που σε οδηγεί κατευθείαν στους κήπους και στο χώρο περιπάτου. «Είμαι τυχερός, Σούζι κορίτσι μου, που μπορώ να βγαίνω από δω με τα δικά μου πόδια», λέει ο Τζορτζ, και της στρέφει το βλέμμα πίσω από στην κυρία Ντέιβις που την έχουν παρατήσει στην αναπηρική πολυθρόνα της πάνω το γρασίδι, ενώ ο γιος της έχει πιάσει κουβεντούλα με έναν από τους νοσοκόμους.
Η Σούζι αναρωτιέται για το νόημα της λέξης «τυχερός».
  Περπατούν δίχως να μιλούν μέχρι τη θάλασσα, όπου ο χώρος για τον περίπατο είναι γεμάτος  από ημερήσιους εκδρομείς, και το κιόσκι με τα παγωτά κάνει χρυσές δουλειές. Ο Τζορτζ πηγαίνει μέχρι τον πάγκο και παραγγέλνει δυο μαλακά χωνάκια, «το ένα με κορν φλέικς, για το κοριτσάκι μου».
«Πανάθεμά με. Νόμιζα ότι είχα πορτοφόλι μου. Πού λες να το έβαλα;», λέει, ψάχνοντας στις τσέπες του.
«Θα τα πάρω εγώ, μπαμπά," λέει η Σούζι, βγάζοντας το δικό της πορτοφόλι.
«Όχι! Εγώ θα το αγοράσω το κερατένιο το παγωτό για την κόρη μου!» φωνάζει ο Τζορτζ. Συνεχίζει να ψάχνει για το πορτοφόλι του.
«Μπαμπά, είναι εντάξει, τα έχω τα λεφτά, εσύ θα μου το κεράσεις την επόμενη φορά», τον καθησυχάζει η Σούζι καθώς απλώνει το χέρι της με τα χρήματα πάνω στον πάγκο. Ο Τζορτζ στέκει εκεί ακίνητος κρατώντας με το ένα του χέρι το χωνάκι παγωτό που στάζει λίγο στα παπούτσια του, και με το άλλο χέρι εξακολουθεί το ψάξιμο στις τσέπες, ξανά και ξανά. Σταματά μετά από ένα λεπτό, και τρίβει με το χέρι του τους κροτάφους του.
"Αχά! Παγωτό!», ξεφωνίζει. «Ήξερα ότι έψαχνα για κάτι, κι αυτό ήταν στο χέρι μου όλη την ώρα. Για φαντάσου». Ο Τζορτζ γλείφει δυνατά το παγωτό και η  Σούζι σκέφτεται: «τον χάνω σιγά σιγά».
Βρέχει σταθερά, όλη την επόμενη εβδομάδα, και ο Τζορτζ φαίνεται να έχει κλειστεί στον εαυτό του. Κάθεται πολύ ήσυχα, δεν μπαίνει καν στον κόπο να κοιτάξει έξω από το παράθυρο. Τις περισσότερες φορές αφήνει το απογευματινό του κέικ άθιχτο. Η Σούζι νιώθει από καιρό ότι έχει εξαντλήσει όλα τα θέματα συζήτησης. Οι στενοχώριες την έχουν ξεπεράσει πια, μοιάζει σα να έχουν σκεπάσει το πρόσωπό της με ένα μαύρο πέπλο.
Η φωνή της Τζούλιας ακούγεται τραγουδιστή μέσα στη σιωπή, «Θες άλλη μια κούπα τσάι, Τζορτζ;» Εκείνος γνέφει καταφατικά, μια αδιόρατη κίνηση.
«Έλα αγάπη μου», λέει η Τζούλια, βάζοντας το χέρι της στον ώμο της Σούζι, «πάμε να το φτιάξουμε μαζί».
Στην κουζίνα η βροχή ακούγεται να πέφτει δυνατά στην οροφή, έτσι φωνή της Τζούλια δεν μπορεί να είναι τόσο απαλή όπως θα ήθελε, καθώς στρέφεται στη  Σούζι.
«Ξέρω ότι σου έρχεται κάπως βαρύ, δεν είναι εύκολο για σένα να βλέπεις τον πατέρα σου σ’ αυτή την κατάσταση, το ξέρω. Αλλά είναι ακόμη πιο άσχημο γι’ αυτόν να βλέπει στο πρόσωπό σου ότι έχεις απελπιστεί μαζί του».
«Δεν έχω απελπιστεί», αναστενάζει η Σούζι. «Είμαι κουρασμένη αυτό είναι όλο, με κείνο το συμμάζεμα του μπανγκαλόου, με τη δουλειά μου, και με τον να οδηγάω μέχρι εδώ δύο φορές την εβδομάδα από…»
«Από τότε που πέθανε η μητέρα σου», συμπληρώνει τη φράση ηΤζούλια.
Καμιά φορά η Σούζι μοιάζει τόσο μπερδεμένη όσο κι ο Τζορτζ.
«Δεν χρειάζεται να την αναφέρεις εσύ, αλλά μην τον κόβεις όταν αρχίζει και θυμάται. Έχω προσέξει ότι τα καταφέρνεις και αλλάζεις αμέσως το θέμα».
«Νομίζω ότι έχω ξεμείνει από θέματα», παραδέχεται η Σούζι.
«Γιατί δεν έρχεσαι να παρακολουθήσεις την επόμενη συνάντηση της ομάδας Αναμνήσεων μαζί με τους άλλους συγγενείς; Πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν τι να πουν, κι έτσι φέρνουν φωτογραφίες για να έχουν κάτι να ξεκινήσουν. Με αυτές σίγουρα έχεις μια αφορμή να μιλήσεις με τον άλλον, όταν δεν μπορείς να βρεις τίποτα άλλο».
 «Θα το σκεφτώ», λέει η Σούζι, με σκοπό να μην ασχοληθεί ξανά με το ζήτημα.  Όταν όμως πέφτει πάνω στα κουτιά με τις φωτογραφίες στο χολ του διαμερίσματός της, το παίρνει σαν σημάδι για να αλλάξει γνώμη.
  Είναι πολύ διαφορετική η ατμόσφαιρα στο σαλόνι την ημέρα της ομάδας. Το βουητό από τις κουβέντες σκεπάζει τον ήχο του ρολογιού που λειτουργεί τώρα κανονικά με τις καινούργιες μπαταρίες του. Ακούγονται και μερικά συγκρατημένα γέλια, κάποιοι αναστεναγμοί.
«Λοιπόν, εγώ ποτέ δεν…».
«Θες να το δεις αυτό;»
Η Σούζι ακούει διάφορα αποσπάσματα από συνομιλίες καθώς διασχίζει το δωμάτιο κουβαλώντας ένα από τα φωτοτυπικά κουτιά. Φιλάει τον Τζορτζ στο μάγουλο και κάθεται δίπλα του, τραβώντας το πρώτο πακέτο των φωτογραφιών από την κορυφή του κουτιού.
«Έλα, μπαμπά, ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτά μαζί," λέει η Σούζι λέει, και μέσα της προσπαθεί να προετοιμαστεί ανάλογα χωρίς να ξέρει πως θα αντιδράσει εκείνος αλλά ούτε κι αυτή η ίδια.
Η πρώτη φωτογραφία είναι του Τζορτζ, στέκεται χαμογελώντας, στην πόρτα του μπανγκαλόου, λίγο μετά τη χρονιά που μετακόμισαν εκεί.
«Κοίτα ένας όμορφος άντρας», λέει η Σούζι. Ο Τζορτζ νεύει καταφατικά.
«Υπάρχει ένας άλλος όμορφος άντρας εδώ», λέει ένας από τους νοσηλευτές που κάθεται απέναντι και κρατάει μια φωτογραφία ενός άντρα με στρατιωτική στολή. Ο κύριος Τζόουνς χαμογελά δίπλα της και της λέει πόσο του κόστισαν εκείνες οι μπότες.
  Η Σούζι βγάζει μία μία τις υπόλοιπες φωτογραφίες του πακέτου. Οι φωτογραφίες συνεχίζουν το αργό ταξίδι τους πίσω στο χρόνο, οι περισσότερες είναι εικόνες από τον κήπο του μπάνγκαλόου, με τον Τζορτζ να ποζάρει εκεί, και μετά υπάρχει μια σειρά φωτογραφίες από το φτιάξιμο ενός περίτεχνου κέικ. Η μαμά πρέπει να τις έχει τραβήξει αυτές, συνειδητοποιεί η Σούζι.
  Και νάτη, η ίδια η μαμά, στην τελευταία φωτογραφία στο πακέτο, στέκεται δίπλα στο γείτονα για τον οποίο έφτιαξε το κέικ. Δεν υπάρχει καμία αντίδραση από τον Τζορτζ. Η Σούζι δεν μπορεί να συγκρατηθεί, και τα δάκρυα αρχίζουν να κυλούν στα μάτια της. «Δεν είναι πολύ όμορφη, εδώ μπαμπά;» η Σούζι κάνει ακόμα μια προσπάθεια, αλλά ο Τζορτζ δεν δείχνει ακόμα κανένα σημάδι ότι αναγνωρίζει κάποιον στην φωτογραφία.
«Μπαμπά, αυτή είναι η μαμά».
Ο Τζορτζ δεν φαίνεται να καταλαβαίνει τι ακριβώς του είπε.
«Η Μαμά. Η Μάρτζορι», η Σούζι κάνει μια τελευταία προσπάθεια.                   
 «Θυμάμαι ότι φόρεμα αυτό ήταν ένα από τα αγαπημένα της μαμάς». Δεν μπορεί να κοιτάζει άλλο τον Τζορτζ, δεν ψάχνει πια για σημάδια αναγνώρισης. Οι αναμνήσεις ξεχειλίζουν από μέσα της και αρχίζει να μιλάει για όλα αυτά που θυμάται. Θυμάται το καρβέλι με το καρυδόψωμο, το κέικ καρότου, και όλα τα άλλα που φτιάχτηκαν στην κουζίνα μπανγκαλόου. Θυμάται τις ποδιές, τα ασπράδια των αυγών που έπρεπε να μεγαλώσει αρκετά για να μπορεί να τα χτυπήσει ελαφρά με το μίξερ που ήταν ένα δώρο του γάμου στα τέλη της δεκαετίας του '60, και πως το πορτάκι έπρεπε να κλείσει πολύ, πολύ απαλά για να μην «κάτσει» το κέικ στη μέση. Ποτέ δεν άφηναν τη Σούζι να γλείψει τα κουτάλια, εξαιτίας της «σαλμονέλας», αλλά ήταν κάτι που το έκανε πολύ συχνά, όταν η μητέρα της έβγαινε από το δωμάτιο για να απαντήσει στο τηλέφωνο.   
  Περνάει μια ώρα μέχρι η Σούζι να εξαντλήσει τα πράγματα που έχει να πει, κι ακόμα ο Τζορτζ δεν έχει πει ούτε μια λέξη. Εκείνη αναστενάζει και στρέφει το βλέμμα στο κάτω μέρος του παραθύρου, για να βρει το τελευταίο πακέτο, τυλιγμένο σε καφέ χαρτί. Δείχνει πάλι μία μία τις φωτογραφίες στον Τζορτζ.
Οι πρώτες φωτογραφίες από το πακέτο είναι τοπία. Βουνά, χωριουδάκια, κι ένα λιμάνι πέρα στο βάθος. Στη συνέχεια, υπάρχει μια παραλία, με μια πόλη πίσω από αυτήν, και μια παρέα από λαμπερά κορίτσια με τα χαρακτηριστικά μαγιό στο στυλ της δεκαετίας του '50. Η τελευταία φωτογραφία είναι ενός νεαρού ηλιοκαμένου άνδρα, που, ντυμένος κομψά, ποζάρει μπροστά από κάποια ερείπια.
«Εσύ είσαι, μπαμπά;» αναρωτιέται φωναχτά η Σούζι. Δεν περιμένει ούτε και παίρνει κάποια απάντηση. Τον φιλάει, αφήνει το πακέτο με το καφέ χαρτί στο τραπέζι δίπλα του, και του λέει ότι θα τον δει ξανά σύντομα.
«Μπορεί να τον πετύχεις σε καλύτερη φάση την επόμενη φορά», της λέει η νοσοκόμα για να την παρηγορήσει καθώς η Σούζι φεύγει.
Αλλά η Σούζι δεν πιστεύει ότι θα υπάρξουν πια καλύτερες μέρες.

  Μια μελαγχολική εβδομάδα περνά προτού η Σούζι επισκεφθεί και πάλι τον Τζορτζ. «Είμαι τόσο χαρούμενη που είσαι εδώ σήμερα». Η Τζούλια ορμάει  πάνω της με το που περνάει την πόρτα του Πίρβιου. «Αυτός δεν έχει  σταματήσει να μιλάει».
Η Σούζι σταματάει απότομα. «Μιλάει; Μιλάει ξανά;»
Τζούλια γνέφει ζωηρά. «Από τότε που του έδειξες αυτή τη φωτογραφία, αυτή που είναι ο ίδιος στην Ελλάδα».
«Ελλάδα;» Η Σούζι θυμάται τη φωτογραφία του νεαρού. «Αυτός
ήταν ο νεαρός στην Ελλάδα; Ήταν η τελευταία φωτογραφία που του έδειξα εκείνη την ημέρα, στην πραγματικότητα την έβαλα μπροστά για ένα ή δύο δευτερόλεπτα όχι πιο πολύ».
Η Τζούλια σηκώνει τους ώμους, «Το έχει δείξει σε όλους μας και κάθεται και μας μιλάει συνέχεια για εκείνο το καλοκαίρι όταν ήταν νεαρός, που πήγε στην Ελλάδα. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι πρόκειται να θυμηθεί κάποιος ή να ξεχάσει. Έφαγα ένα σκασμό λεφτά για να πάω τα παιδιά στη Eurodisney πέρυσι, ξέρεις τι θυμούνται περισσότερο; Το αναθεματισμένο το τρένο».
Χαμογελάει, και χαμηλώνει τη φωνή της για να συνεχίσει. «Δεν είναι μόνο ο μπαμπάς σου, άρχισαν και μερικοί από τους άλλους. Η κυρία Ντέιβις δεν είχε μιλήσει εδώ και έξι μήνες. Έξι μήνες, το ορκίζομαι. Και χθες πάω στην αίθουσα μουσικής και του είχε πει τα πάντα για το βιβλίο που είχε διαβάσει, τον  Ζορμπά τον Έλληνα!»
Καθώς μπαίνει στο σαλόνι η Τζούλια ακούγονται αμέσως τα «σσς!» από μια παρέα ενοίκων που παρακολουθούν ένα φιλμ με τη Σοφία Λόρεν. «Ζήτησαν μια ταινία που διαδραματίζεται στην Ελλάδα, και βρήκα αυτό, που ήταν της μητέρας μου: ‘’Το παιδί και το δελφίνι’’, εξηγεί η Τζούλια, καθώς οδηγεί τη Σούζι στην αίθουσα της μουσικής.
Ο Τζορτζ κοιτάζει μια γκρίζα θαλασσογραφία.
«Ούτε ένα κομματάκι στην θάλασσα της Ελλάδας, δεν έχει τέτοιο χρώμα», διαμαρτύρεται χωρίς να σηκώσει τα μάτια του, όσο η Σούζι κάθεται στην καρέκλα δίπλα του.
«Ποτέ δεν μου είπες ότι πήγες στην Ελλάδα, μπαμπά».
«Ήταν πολύ καιρό πριν. Πριν γνωρίσω τη Μάρτζορι μου», αναστενάζει. «Υπάρχουν πολλά που μπορεί να μην σου έχω πει, επειδή ποτέ δεν μου το ζήτησες.
Η Σούζι πιστεύει ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή. «Δεν ήμουν σίγουρη  ότι θα ήταν σωστό να σε κάνω να θυμηθείς μια ζωή που δεν είναι δική σου πια. Να σας υπενθυμίσω ό, τι έχεις χάσει».
Σε μια όμορφη, τέλεια στιγμή διαύγειας, ο Τζορτζ επικεντρώνεται στην Σούζι. Πραγματικά εστιάζει το βλέμμα του επάνω της. Πιάνει το χέρι της το και κρατάει σφιχτά.
«Σούζι, κορίτσι μου, είμαι ακόμα εγώ. Αυτή η ζωή εξακολουθεί να είναι δική μου, και έχω εσένα, και θέα στη θάλασσα».
Η Σούζι δεν μπορεί να μιλήσει, ο λαιμός της έχει κλείσει τόσο σφιχτά όσο  σφιχτά κρατούν τα δάχτυλα του μπαμπά της το χέρι της.
Ο Τζορτζ συνεχίζει: «Μερικές φορές δεν ξέρω τι συμβαίνει, νιώθω να χάνω τον εαυτό μου, χάνω την αίσθηση του χώρου, είναι σα να χάνω το σελιδοδείκτη, και δεν μπορώ να καταλάβω σε ποιο μέρος της ιστορίας βρισκόμαστε».
«Αλλά, ξέρεις την ιστορία; Θέλω να πω, έχεις εικόνα από όλη την ιστορία;» ρωτάει η Σούζι.
 «Ναι, αγάπη μου, ξέρω για τη μητέρα σου. Απλά μερικές φορές ξεχνώ αν έχει συμβεί ακόμη ή όχι. "
Η Σούζι σφίγγει το χέρι του Τζορτζ. «Όλοι χάνουμε τον προσανατολισμό μας μερικές φορές, μπαμπά. Ξέχασα κι εγώ ποια ήμουν για λίγο».
  «Όπου κι αν βρίσκεσαι, υπάρχει πάντα το κέικ για να έχεις κάτι να περιμένεις και η Ελλάδα αν θες να κοιτάξεις πίσω σου», λέει ο Τζορτζ με έναν αέρα της σοφίας.
Η Σούζι γελάει μαλακά. «Για μένα, μπαμπά, το κέικ είναι για να κοιτάζω πίσω και η Ελλάδα για να έχω κάτι να περιμένω. Νομίζω ότι πρέπει να συνεχίσω μια περιπέτεια».
-

Sarah WinstanleyΖει στην όμορφη Ουαλία, κοντά στη θάλασσα και απολαμβάνει μια «διπλή ζωή» ικανοποιώντας τα δύο μεγάλα της πάθη: ψυχολογία και παλιά μόδα. Όλος της ο χρόνος (όταν δεν εργάζεται στο Πανεπιστήμιο), είναι αφιερωμένος στην ιστοσελίδα της σχετική με το vintage style: www.porcelinasworld.blogspot.com
Έχει συνεργαστεί με ηλεκτρονικό περιοδικό στο χώρο της ψυχαγωγίας αλλά η πρώτη φορά που έγραψε ένα σύντομο διήγημα ήταν εφέτος και έζησε τη συναρπαστική εμπειρία το κείμενό της, όπου επινόησε τη νέα ψυχική ασθένεια ‘Manius Choccus’, να κερδίσει διάκριση σε διαγωνισμό. Το ‘Love, Cake and Greece’ ήταν το πρώτο διήγημα της που συμμετείχε σε διαγωνισμό και το δεύτερο βραβείο ήταν μια τεράστια ενίσχυση για την αυτοπεποίθησή της. Αμέσως μετά αγόρασε ένα σωρό στυλό και πανέμορφα τετράδια και σκοπεύει να γράψει το πρώτο της βιβλίο αυτό το χειμώνα, πίνοντας Earl Grey και ντυμένη στο στυλ της Κάθριν Χέπμπουρν.  
                                                                        

 

***

ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ - 2011

E-mail Εκτύπωση PDF
alt1. Νατάσα Άλι (Πακιστάν) :  Διαλείμματα ζωής
2. Ευστάθιος Γαϊτανίδης (Ελλάδα ): Θα θυμάμαι για πάντα
3. Λέιν Άσφελντ (Βρετανία) : Τραγούδια που ξεχνάμε, τραγούδια που θυμόμαστε

--




1ο βραβείο

Natasha Ali   :   Διαλείμματα ζωής


--
altΙ. Άνοιξη
Οι άλλοι στην ηλικία σου, σ’ αυτή την πόλη που δεν θα την έλεγες δική σου, ζεσταίνουν τα χέρια τους με τα καινούργια γάντια που πήραν και φοράνε τα κασκόλ της γιαγιάς τους, τυλιγμένα σφιχτά στο λαιμό γιατί ο χειμώνας της περασμένης χρονιάς είναι ακόμη εδώ, το ίδιο κι οι παγωμένες σταλαγματιές που κρέμονται από τις στέγες.

Υπάρχουν οικογένειες λουλουδιών με μεγάλα πέταλα που απλώνονται στα πεζοδρόμια και φτιάχνουν κέντημα στους πράσινους κήπους. Τα κλωναράκια τους ανεβαίνουν γύρω από τους λαιμούς των χιονανθρώπων με τα περίεργα τους χαμόγελα σαν θηλιές, κι εκεί τους τυλίγουν σφιχτά, τους πνίγουν.

Ένα κορίτσι με δαχτυλίδια και τα μαλλιά στο χρώμα του σταχιού τρέχει κάτω στο δρόμο με κόκκινα μοκασίνια, ‘’έρχεται η άνοιξη’’, γελάει με την ίδια τη νανουριστή μονότονη φωνή της.

(Τα νερά της θάλασσας καταστρέφουν πόλεις στην Ιαπωνία, οι σεισμοί ταρακουνάνε αλαζονικά τη Νέα Ζηλανδία. Αλλά δεν μπορείς να σταματήσεις την άνοιξη, τα αιωνόβια δέντρα υψώνονται πάνω από τους έντρομους ανθρώπους και στη μια χώρα και στην άλλη)
«Είναι μια καινούργια αρχή,» λέει ο αδερφός σου. Ο Σαμ κάνει κύκλους γύρω από το κρεβάτι σου παριστάνοντας ότι είναι πυροτέχνημα ή ρουκέτα, κάτι τέτοιο.

Ρουθουνίζεις, πάντα σοβαρός, το γράφουν κι οι έλεγχοι στο σχολείο αδιάκοπα από τότε που έσβησαν οχτώ κεράκια στη γενέθλια τούρτα σου.

Καπνίζεις το ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο όλο το χειμώνα, εισπνέεις τον καπνό ανάμεσα σε αζαλέες και γλυσίνες, είναι τόσο απλό.

Η χολιγουντιανή βερσιόν μιλάει για τους έρωτες στα γυμνάσια αλλά δεν υπάρχει έρωτας με την πρώτη ματιά εδώ.
Αλλά ο μύλος που αλέθει τις φήμες δεν είναι μύθος, είναι πραγματικότητα.

Υπάρχει ένα όνομα στα χείλια τα βαμμένα με γκλος, σιγοψιθυρίζεται στους διαδρόμους και τις τάξεις: το δικό σου. Είναι το πρώτο σου εξάμηνο εδώ, και τα νύχια σου είναι μαύρα και κοφτερά, τα ρούχα σου είναι παράξενα, πλέουν σε μια θάλασσα από ματζέντα, θαλασσί και πορφύρα.

Έχoυν ακουστεί διάφορα: ότι είσαι αλκοολικός σε επανένταξη, ότι έχεις παιδί, ότι σε έχουν αποβάλει εικοσιεφτά φορές, ότι είσαι έμπορος ναρκωτικών, ότι είσαι ένας αλήτης, ένας ρεμάλι.

Τα ψέματα και οι μισές αλήθειες σε σκεπάζουν με ένα πέπλο, σαν ασπίδα μυστηρίου και κρύβουν ολότελα αυτό που είσαι. δεν διορθώνεις κανένα ψέμα σ’ αφήνουν ήσυχο, αν κάνουν ερωτήσεις τους χαμογελάς με ένα δόντι σπασμένο που μπορεί να τους κόψει κομμάτια. Μαθαίνουν να κρατάνε τη γλώσσα τους.
Στέκεσαι εκεί έξω, στρίβεις τσιγάρα με επιδέξια δάχτυλα σαν να κρατούν μπαγκέτες στη γιορτή του Mardi Gras. Δαχτυλίδια καπνού ανεβαίνουν στα μαλλιά σου σαν φωτοστέφανα καπνού. Κρυφογελάς, γιατί κανείς δεν πρόκειται να σε περάσει για άγγελο.
Κάποιος βήχει πίσω σου, είναι ένα κορίτσι από το μάθημα της Βιολογίας. Δεν ξέρεις τ’ όνομά της.

"Το κάπνισμα από δεύτερο χέρι σκοτώνει," λέει. Προσθέτει: "Άλεξ," σαν να το σκέφτηκε μόλις τώρα.

(Ξέρει τ’ όνομά σου: δεν σε εκπλήσσει αυτό. Αλλά δε νιώθει δέος για σένα, δεν φοβάται, κι αυτό σε κάνει να θέλεις να μάθεις το δικό της.)

Στη βιολογία, η καθηγήτρια επιμένει να εργαστείτε σε ζευγάρια: "Ο τεμαχισμός των βατράχων δεν είναι μια δουλειά που μπορεί να γίνει με έναν μόνο," ξεφωνίζει.

Η επαναστάτρια σε κοιτάζει καθώς γλιστράς στη θέση δίπλα της.
Αλλά δεν σου λέει να φύγεις και συνειδητοποιείς ότι είναι τόσο ευπρόσδεκτη  εδώ όσο κι εσύ.  Τα ζυγωματικά της είναι έντονα, τα μάτια της σαν τον ωκεανό πίσω από σκούρα τζάμια. Σε μια άλλη ζωή θα μπορούσε να έχει κοντά φουστάκια και πλεχτά μπλουζάκι σε έντονα χρώματα αλλά εδώ είναι απλά πολύ κομψή και αθόρυβη.

Ξεκινάει  μια τομή.
Το όνομά της είναι Χάνα. Δεν ρωτάς και δεν σου το λέει, το τετράδιό της έχει ένα αυτοκόλλητο στη ράχη, Χάνα Α. Τόμας με μαύρα γράμματα.
Σε πιάνει να το κοιτάς, παίζεις ταμπούρλο με τα δάχτυλά σου στην κρύα επιφάνεια του τραπεζιού.

Οι ώρες γίνονται μέρες, γίνονται βδομάδες. "Έτσι δουλεύει ο χρόνος," είπε κάποτε κάποιος σοφός.

Η Χάνα κάθεται σταυροπόδι στο κρεβάτι σου, τα δάχτυλά της βαμμένα με ινδικό μελάνι. "Οι εργαστηριακές εκθέσεις είναι μια ομαδική προσπάθεια," στο είχε ξεκόψει.  "Δεν πρόκειται να κάνω όλη τη δουλειά." (Θα το κάνει. Εσύ ακούς τον Kurt Cobain.)  Δεν είστε ξένοι τώρα πια, περάσατε σε κάτι ανάμεσα σε συνεργασία και σχέση. Σ’ αφήνει να φύγεις με δωρεάν καφέ στην καφετέρια όπου εργάζεται μετά το σχολείο. Θυμάσαι τα γενέθλιά της, τυλίγεις ένα δώρο, με χαρτί από φουσκίτσες και το αφήνεις στο θρανίο της.

Ο Σαμ σου χαμογελάει στο κατώφλι, χτυπάει τα πόδια του στο φθαρμένο χαλί. "Καινούργια αρχή," λέει με μια γκριμάτσα, του πετάς ένα μαξιλάρι.

(Αλλά τα Μάρλμπορο σου είναι πεταμένα στο καλάθι, κλειστά ακόμη, δώρο από κάτι τύπους με μαλλιά σαν σφουγγαρίστρες.)
---

II. Καλοκαίρι

Υπάρχει αλάτι στη γλώσσα σου, στο δέρμα σου.
ο ουρανός είναι ένα κίτρινο που πήρε φωτιά, ο ήλιος συμμαζεύει τα μαλλιά σου, λωρίδες από πορτοκαλί και κόκκινο διασταυρώνονται με τις κιτρινωπές κλειδαριές. Σε κάνει να σκέφτεσαι για τους κολασμένους στην Κόλαση του Δάντη, και την Χάνα να κάθεται στη βεράντα της και να διαβάζει.
Είναι ξαπλωμένη στην άμμο, κάνει κινήσεις που μοιάζουν με ψαλιδιές με τα πόδια και τα χέρια της. "Εκείνοι είναι άγγελοι του χιονιού, Χάνα,"  λέει ο Σαμ. Είναι ξυπόλητος, κόκκοι άμμου φτιάχνουν σχέδια στα πόδια του.

Είσαι ξαπλωμένος ανάσκελα στο νερό, επιπλέεις ακίνητος. Υπάρχουν πράγματα που ακούς, το γέλιο ενός παιδιού, το στρίγκλισμα των γλάρων, το θρόισμα των κυμάτων. Αλλά το θέμα είναι: είναι εντάξει. είσαι εντάξει. Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που μπορούσες να βάλεις αυτές τις λέξεις μαζί και η αποκάλυψη αυτή σε αφήνει έκθαμβο.

Ο ερχομός των αστεριών στο νυχτερινό ουρανό καθρεφτίζεται στα μάτια σου. Αρχίζεις να κολυμπάς προς την ακτή, και πίσω στους αγγέλους της άμμου σου.
Σου μαθαίνει λέξεις όπως δοξυριμπονουκλεϊκό Οξύ και χρωμοσώματα. εσύ κάνεις μιμήσεις του Τζέιμς Ντιν που την κάνουν και γελάει. ("Το να μαθαίνεις είναι υπέροχο πράγμα," δήλωσε κάποτε ο δάσκαλός σου των ισπανικών, και συμφωνείς απόλυτα)

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο φωτεινά το ηλιοβασίλεμα, παντού υπάρχουν χαμόγελα. Τα παγωτίνια που λιώνουν και κολλάνε στα δάχτυλα, τα καπέλα, τα γυαλιστερά παιχνίδια.

Αλλάζεις το δερμάτινό σου με πιο φωτεινά χρώματα. Η Χάνα λύνει τα μαλλιά της. Έχουμε γίνει κι οι δυό ελαφρύτεροι, σκέφτεσαι.

Πλέκει τα δάχτυλά της με τα δικά σου.

(Σε άλλες χώρες γίνονται συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, οι Αιγύπτιοι, οι Τυνήσιοι, οι Λίβυοι μάχονται. Οι νέοι ακονίζουν κοφτερά μαχαίρια και ακόμη πιο κοφτερά χαμόγελα, εσείς χορεύετε περνώντας μέσα από τους διαδρόμους του υπαίθριου κλαμπ. Μια χαραγματιά έχει ανοίξει και μεγαλώνει, κάποτε θα φτάσει ως το κέντρο του πλανήτη. Αλλά εσύ, τώρα, τούτη την ώρα, χορεύεις. Είσαι παιδί ακόμα, στο κάτω κάτω)
Η Χάνα πετάει στην Ελλάδα για ένα μήνα, υπάρχει ένα πράγμα που νιώθεις και που ποτέ πριν δεν το έχεις νιώσει: απουσία. Η εγωκεντρική σου μοναξιά,

οι τοίχοι που έφτιαξες γύρω σου καταρρέουν. Ακόμα φαντάζεσαι τον εαυτό σου σαν ένα Πάτρικ Βερόνα αλλά αυτό δεν είναι παρά μια στολή απ’ όσες έχεις δοκιμάσει.

Υπάρχει ένα ημερολόγιο στον τοίχο σου. Χαράζεις μια διαγώνια γραμμή διαγράφοντας άσπρα κουτάκια.
"Αντίστροφη μέτρηση," λέει ο Σαμ.

"Για το καλοκαίρι" του έχεις έτοιμη την απάντηση. (Εντάξει, τα μικρά ψέματα, δεν πληγώνουν, δεν κάνουν κακό, έτσι δεν είναι;)

Ο Σαμ γελάει

Αεροπλάνα πετάνε πάνω από το κεφάλι σου καθώς περιμένεις τη Χάνα.

Βρίσκεται μέσα σε κάθε αλουμινένιο τέρας που περνάει πάνω απ’ τη στέγη σου. Ξαπλώνεις πάνω στις σανίδες και παρακολουθείς. (Την περασμένη χρονιά υπήρχε ένα τραγούδι που έλεγε: ‘’Μπορούμε να προσποιηθούμε ότι τα αεροπλάνα στον νυχτερινό ουρανό είναι πεφταστέρια; Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω μια τέτοια ευχή τώρα αμέσως.')

Είναι μια χρυσή ομίχλη, η Χάνα, όταν τη βλέπεις, με το μπρούτζινο χρώμα στο σώμα και τα μαλλιά. Άλλαξε τα χοντρά γυαλιά της με φακούς επαφής. Σε κοιτάζει με μάτια σαν τον ωκεανό, μεγαλύτερα απ’ όσο τα θυμόσουν πίσω από το τζάμι από τα χοντρά γυαλια.
"Μου έλειψες," ψιθυρίζει.
"Μου λείπεις," απαντάς. Ίσως να πρόσεξε την αλλαγή στο χρόνο, πάντως δεν κάνει κανένα σχόλιο. Ούτε κι εσύ δεν λες τίποτε άλλο.
Η Χάνα είναι η Χάνα αλλά η Χάνα δεν είναι πια η Χάνα.
Είναι διαφορετική.
Βλέπεις, το θέμα είναι: δεν είσαι ο μοναδικός που το πρόσεξε.
---

III. Φθινόπωρο

Το φθινόπωρο είναι σαν τον φοίνικα που καίγεται.
Τα δέντρα, τα φύλλα παίρνουν μόνα τους χρώμα και γίνονται κόκκινα και πορτοκαλιά και καφέ, προτού αποσυντεθούν σε σκόνη και στάχτες.
Τα πράγματα αλλάζουν, ένα συναίσθημα που πολλοί το’ χουν τραγουδήσει.

Στο τραπέζι υπάρχεις εσύ και τα τετράδιά σου. Με πολύπλοκα διαγράμματα και κατατοπιστικές έγχρωμες εικόνες. Η Χάνα είναι μακριά, σε ένα άλλο τραπέζι. Οι άλλες θέσεις είναι κατειλημμένες από τα φωτεινά μάτια και τα γυαλιστερά μαλλιά των κλασικών αμερικανών πολιτών.
Ο μύλος με τις φήμες έχει πάρει μπρος και πάλι. Όλοι έχουν ακούσει την ιστορία για ένα αγόρι που το λένε Ράιαν και ένα κορίτσι που το λένε Χάνα.
Ο Ράιαν είναι στην τελευταία χρονιά, είναι ξανθός, με γαλανά μάτια.
Είναι μαζί στο εργαστήριο τώρα.
Κάποια πράγματα είναι αναπόφευκτα, κάποτε συναντιέστε στις βρύσες.
"Δεν μιλάμε πια," λέει η Χάνα. Τα δάχτυλά της σαρώνουν τα μανίκια σου.

Μισοχαμογελάς, αλλά μετά αλλάζεις ταχύτητα.

"Δεν ήξερα ότι σε ενδιέφερε," λες. Ο τόνος σου είναι άρρωστα γλυκός, ένα ζαχαρένιο δαμάσκηνο ντυμένο με απαλά νεραϊδένια χρώματα όπως ο ουρανός ολόγυρα, συλλογιέσαι.
(Άγγελοι πριν και νεράιδες τώρα. Η Χάνα βγάζει προς τα έξω αυτή την πλευρά σου, φαίνεται, τουλάχιστον είναι συνεπής σ’ αυτό.)

Η Χάνα δεν λέει τίποτε. Πριν, ήσουν πάντα εσύ ο σιωπηλός, ενώ η Χάνα μιλούσε για επιστήμη και άλλα μεταμοντέρνα θαύματα, είναι για να γελάς -μόνο που δεν είναι καθόλου αστείο.
Μέσα στα σύνορα του μυαλού σου, παραδέχεσαι ότι γίνεσαι παράλογος. Αλλά, σκέφτεσαι πάλι, δεν είσαι ο μόνος.

Ο Σαμ κάθεται στη βεράντα σου καθώς ανοίγεις δρόμο ανάμεσα στα φύλλα.  "Η αλλαγή είναι καλό πράγμα," διαβάζει δυνατά από τα φυλλάδια που είναι πεταμένα κάτω από την εξώπορτα.
Κλωτσάς ακόμη πιο άγρια τα φύλλα.

(Ύστερα το βήμα σου γίνεται πιο αργό μέσα στο λόφο με τα φύλλα στο χρώμα της σκουριάς, σαν ένα νυσταγμένο βραδύποδα που ετοιμάζεται να πέσει σε χειμέρια νάρκη. Τα φύλλα διαλύονται μόλις αγγίζουν το δέρμα σου καθώς επαναλαμβάνεις μέσα σου, η αλλαγή είναι καλό πράγμα, η αλλαγή είναι καλό πράγμα, αλλαγή είναι καλό, οι φοίνικες ξαναγεννιούνται από τις στάχτες τους.)


IV. Χειμώνας
Οι χιονάνθρωποι με τα σκούρα μάτια είναι ξανά εδώ, οι στρατοί του χειμώνα ξαναπαίρνουν περιοχές από αγριόχορτα που πεθαίνουν. Άλλα πράγματα που επιστρέφουν: μπλε χείλια, κρύα δάχτυλα,  αρρώστιες τόσο αδίστακτες όσο οι άγριοι άνεμοι που δαγκώνουν σάρκα και δέρμα.

Η μητέρα σου πλέκει ιστορίες για μάγισσες του χιονιού και παιδιά με κόκκινα μάγουλα. Ο Σαμ τις καταβροχθίζει ολόκληρες αλλά εσύ είσαι πολύ γέρος, έχεις μεγαλώσει πολύ εδώ και κάποιο καιρό. (Θυμάσαι το Βασιλικό Γάμο, στα διεθνή νέα, τον τρόπο που οι λέξεις στα παραμύθια της πραγματικής ζωής αποσπούν το βλέμμα από τον εαυτό σου.)

Υπάρχει μια λίστα που έφτιαξες κάποτε, από όλα τα πράγματα που απεχθάνεσαι και τα παραμύθια ήταν στα είκοσι πρώτα. Όταν η Χάνα ρώτησε, της είπες ότι σε κάθε ιστορία εσύ ήσουν με τους κακούς κι αυτοί δεν νικούσαν ποτέ. Η μητριά της Χιονάτης δεν διάλεξε να γεννηθεί πιο άσχημη από αυτήν, σκεφτόσουν ψάχνοντας μια λογική εξήγηση.
Εδώ είναι η ανομολόγητη αλήθεια που κράτησες για σένα: στην πραγματική ζωή δεν είσαι Σταχτοπούτα, όλοι είμαστε οι κακομούτσουνες ετεροθαλείς αδερφές της.
Ένα διάλειμμα:
Ο Σαμ σου λέει, "Στην τελευταία ταινία με τη Σταχτοπούτα κάποια από τις αδερφές της είχε κι αυτή ευτυχισμένο τέλος."

Ωχ. Ωχ
.

Αναστενάζεις: πρέπει να κατάπιες ένα διάφανο χάπι

Έξω από το παράθυρό σου, ο πλανήτης έχει βαφτεί λευκός, λευκά πεζοδρόμια, λευκοί λεωφόροι, δέντρα, αυτοκίνητα.

Το λευκό είναι το χρώμα των στρατιωτών του χειμώνα, ναι, αλλά στα Αγγλικά της πέμπτης σου δίδαξαν ότι επίσης αντιπροσωπεύει την ειρήνη και την αρμονία.  (Λευκές σημαίες, λευκά περιστέρια και λοιπά.)

Το τέλος ενός πράγματος σημαίνει την αρχή ενός άλλου, η τραχιά φιγούρα του χειμώνα ξεθωριάσει με τον ερχομό της άνοιξης -

- και η άνοιξη είναι μια καινούργια αρχή.

(Δεν το ξέρεις ακόμη αλλά σε ένα μήνα ή δύο, θα πέσεις πάνω στη Χάνα στη μέση ενός διαδρόμου. Το μέτωπό σου θα αποκτήσει ένα μώλωπα σε λουλακί χρώμα, αυτό θα γίνει λίγο πιο μετά, αλλά εκείνη τη στιγμή η Χάνα θα σου χαμογελάσει, λίγο διστακτικά, και συ θα ξεχάσεις τα προβλήματα του περασμένου χρόνου και θα της αντιγυρίσεις το χαμόγελο. Χάρτινα αεροπλάνα θα πετάνε πάνω από τα σκυμμένα κεφάλια σας με τα λευκά τους φτερά απλωμένα όπως εκείνα των περιστεριών)
 

***** 
2ο βραβείο        

Ευστάθιος Γαϊτανίδης: Θα θυμάμαι για πάντα

altΜια μουντή Απριλιάτικη μέρα, συννεφιασμένη και με λιγοστό φως, με πετάξανε σε έναν χώρο, ήτανε δεν ήταν πέντε επί πέντε μέτρα και φωτιζότανε μόνο από ένα φεγγίτη, στον ένα του τοίχο και μπροστά από το τζάμι του είχε μια χοντρή σιδερένια σήτα. Υπήρχαν τέσσερα κτιστά τσιμεντένια κρεβάτια, πάνω στα οποία καθόταν περίπου δέκα άτομα και οι υπόλοιποι είτε ήταν όρθιοι είτε κάθονταν πάνω στα λυγισμένα τους πόδια. Η βρώμα και η κάπνα σου έκοβαν κυριολεκτικά την ανάσα.
Εκείνο το πρωί, όταν έφευγα από το σπίτι μου για το δικαστήριο έριξα μια ματιά στο ημερολόγιο. Πέντε Απριλίου του 2011, του Κλαυδίου Διοδώρου και Ζήνωνος μαρτύρων.
Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να φανταστώ ήτανε ότι λίγες ώρες μετά, θα βρισκόμουνα στις τριτοκοσμικές συνθήκες αυτού του χώρου.
Ήτανε το τμήμα μεταγωγών Αθηνών. Μια απρόσμενη καταδίκη μου και βρέθηκα εκεί, στον ενδιάμεσο σταθμό πριν από τη φυλακή.
Το απόγευμα πήρανε κάποιους από μας, δε ξέρω με ποιο προορισμό, κι έτσι αραιώσαμε κάπως, αλλά και πάλι όταν ήρθε το βράδυ και έπρεπε να κοιμηθούμε, τα τέσσερα κρεβάτια με τις λιγδιασμένες κουβέρτες δεν μας χωρούσαν όλους.  Ακόμα κι αν ξαπλώναμε στο πλάτος τους. Τρία άτομα βολευτήκαμε όπως μπορούσαμε σε πλαστικές καρέκλες.
Δεν αντάλλαξα κουβέντα με κανέναν άλλο, παρά μόνο με τον Νίκο. Τον μόνο Έλληνα που είχε εκεί μέσα. Όλοι οι άλλοι ήτανε ξένοι, χωρισμένοι κατά εθνικότητες, μιλούσανε συνέχεια φωναχτά και το μόνο που φοβόντουσαν ήταν η απέλαση.
Το Τμήμα Μεταγωγών, ένας σύγχρονος πύργος της Βαβέλ. Σε μια γωνιά ένας Σενεγαλέζος κρατώντας το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια του έκλαιγε γοερά. Ποιος ξέρει τι αγώνα έκανε να φτάσει μέχρι την χώρα των ονείρων του και τώρα βρέθηκε πάλι στο μηδέν.
Κάποια στιγμή αποφάσισα να κλείσω τα μάτια μου να ξεκουραστώ, να δώσω ένα τέλος στην ύπαρξη του χρόνου. Το τελευταίο πράγμα που είδα ζαρωμένος πάνω στην πλαστική καρέκλα, ήταν ποντικός εντελώς εξοικειωμένος με τους ανθρώπους. Τον τάιζε ένας Κούρδος. Στ’ αλήθεια το ζω αυτό; αναρωτιόμουν συνεχώς.  Μάλλον θα ονειρεύομαι. Με αυτή τη γλυκιά ελπίδα ότι ίσως και να είναι όνειρο αποκοιμήθηκα.
Από οικογένεια εμπόρων κατάγομαι, διατηρώ χρόνια κατάστημα με είδη ένδυσης. Διαδέχτηκα τον πατέρα μου που μου άφησε μια υγιέστατη επιχείρηση. Στα ίδια επίπεδα την είχα και εγώ μέχρι και σήμερα. Αλλά τούτη η χρονιά ήταν το κάτι άλλο, τέτοια κρίση δεν ξαναείδε το εμπόριο.
-
Όταν άνοιξα τα μάτια μου την άλλη μέρα τα χαράματα, πίστευα ότι θα έφευγα από αυτό το καταγώγιο. Οπουδήποτε να πήγαινα, στη χειρότερη φυλακή θα ήταν καλύτερα. Δυστυχώς όμως το μαρτύριο κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες. Όλο αυτό τον καιρό έρχονταν και έφευγαν άνθρωποι όλων των κατηγοριών και όλων των τάξεων. Γνώρισα πολλούς, εντύπωση μου προκάλεσε κάποιος που συνεχώς μου έλεγε: αύριο γυρνάω σπίτι μου. Αργότερα κατάλαβα ότι σπίτι του εννοούσε την φυλακή και το κελί του.
Όταν μπήκα στην κλούβα της μεταφοράς μου, γιατί για πραγματική κλούβα πρόκειται, άυπνος και βρώμικος, τρισάθλιος, κατά περίεργο τρόπο ένιωσα χαρούμενος. Η ιδέα ότι θα φύγω από εδώ μου προκαλούσε μεγάλη ανακούφιση.
Αρχίσαμε να ταξιδεύουμε στην Εθνική οδό, διασχίσαμε την ελληνική ύπαιθρο. Έβλεπα την Ελλάδα, μέσα από το χοντρό και πλεγμένο γερό σύρμα του παραθύρου, να πηγαίνει στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που πήγαινα. Η Ελλάδα ήταν αυτή που ταξίδευε και όχι εγώ που ήμουνα ακίνητος στον βούρκο, έτσι αισθανόμουνα.
Επτά ώρες αργότερα βρέθηκα στην κεντρική είσοδο της φυλακής. Μέχρι να ανοίξει η ηλεκτρική καγκελόπορτα, παρατηρούσα γύρω μου το χώρο. Η φυλακή καταλάμβανε ένα ολόκληρο τεράστιο τετράγωνο. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο, ούτε ακριβώς απέναντι. Διαγωνίως μόνο φαινόταν ένα μεγάλο νεκροταφείο. Σήμαινε κάτι αυτό; Γιατί να βρεθώ σε αυτήν την κατάσταση; Ίσως ο ένας θάνατος απέναντι στον άλλο, σκέφτηκα.
Ακολούθησε εξονυχιστικός έλεγχος σωματικός και ψυχολογικός. Εκεί ένιωσα πολλά και διάφορα, σκέφτηκα για μια στιγμή ότι δεν είχε πια και τόση αξία η ύπαρξή μου. Είχα μια θολούρα ντροπής περισσότερο και λιγότερο φόβου. Γιατί να βρεθώ σε αυτήν την κατάσταση; Ένιωθα μια μεγάλη αυτολύπηση.
Σκεφτόμουν ότι κάποιοι μου έκλεψαν τη ζωή μου, ότι μας πλάνεψαν όλους οι ψεύτικοι ήρωες, οι πολιτικοί, μας πήραν τα πάντα και μας το απέκρυψαν, αυτοί έφταιγαν για την κατάντια μου, αυτοί και ο μικρός μεγάλος θεός της ύλης που πλάνεψε τελικά και εμένα. Άνοιξε μια σιδερένια πόρτα, ένας διαφορετικός κόσμος ανοιγόταν μπροστά μου.
Ταχτοποιήθηκα κάπως στο θάλαμο, σαν καινούργιος πήρα το πάνω κρεβάτι. Ήμουνα εξοντωμένος από την ταλαιπωρία. Κοιμήθηκα περίπου στις επτά το απόγευμα και σηκώθηκα την άλλη μέρα, με το πρωινό μέτρημα των υπαλλήλων. Μας μετρούσαν μια φορά το βράδυ κατά το κλείσιμο της φυλακής και άλλη μια φορά το πρωί.
Βγήκα στη μεγάλη και κρύα αυλή, κάποιοι γυμνάζονταν άλλοι περπατούσαν, μερικοί μιλούσαν έντονα. Με πλησίασε κάποιος τύπος με καλοθρεμμένο σβέρκο, αρκετά γυμνασμένος με τις φλέβες του πεταγμένες και γεμάτος τατουάζ. Με άγριο βλέμμα μου είπε: «Εμείς οι δύο δεν θα τα πάμε καλά.»
Κάτι στο ύφος μου τον έκανε να μαλακώσει κι έφυγε. Ίσως η πικραμένη μου έκφραση. Βρισκόμουν ολομόναχος και μπερδεμένος, όσο περνούσε η ώρα τόσο πανικοβαλλόμουνα.
Πιο δίπλα μου στεκόταν ένας γέρος, με κάποιον συνομιλούσε αλλά με ποιον; Η φωνή του ήταν άτονη και μελαγχολική, τα μάτια του διαπεραστικά, θλιμμένα και με μια περίεργη λάμψη. Με κοίταξε παράξενα και μου ψιθύρισε.
«Δεν παραμιλάω όπως νομίζεις, με τον Λευτέρη μιλάω.»
Μου έδειξε ένα χελιδόνι που καθότανε αμέριμνο στην φωλιά του, φτιαγμένη χαμηλά σε μια κόγχη του τσιμεντένιου τοίχου. Συνέχισε λέγοντας:
«Το ξέρεις ότι εδώ και πέντε χρόνια έρχεται ο Λευτέρης εδώ στην ίδια φωλιά; Τι μου είπε σήμερα; Είναι η πρώτη μέρα που ήρθε. ‘’Ακόμα εδώ είσαι, φίλε Χαράλαμπε;’’ Αυτό μου είπε.»
Άρχισα να κάνω βόλτες, δίπλα από τους ψηλούς τοίχους. Ευτυχώς υπάρχει ο μεγάλος ουρανός η μόνη παρηγοριά μου για την ώρα, η μόνη εικόνα που είχα ίδια με την προηγούμενη ζωή μου. Έπαιρνα κουράγιο από την απεραντοσύνη του.
Με πλησίασε πάλι κάποιος. «Όλα εδώ είναι σε προσφορά, φίλε, μπορείς να βρεις ό,τι θέλεις, αρκεί να έχεις χρήμα.»
Πρώτη μου νύχτα στο θάλαμο, αν κλείσει η βαριά πόρτα τότε μένεις μόνος, ούτε υπάλληλοι ούτε τίποτα. Πρέπει να είμαι συνέχεια προσεκτικός να μην κάνω τίποτα, να μην προκαλώ κανένα. Αναρωτιόμουν συνέχεια πως έπρεπε να φερθώ.
Η τηλεόραση ανοιχτή συνέχεια. Συνδρομητικά κανάλια ελεύθερα, σκηνές βίας και σεξ, σκληρό πορνό. Το περίεργο, απαγορεύονταν τα περιοδικά με γυμνό και ήταν ελεύθερα όλα τα τηλεοπτικά προγράμματα ανεξαρτήτως ώρας.
Πόσο υποβαθμισμένα μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος και πόσο μπορεί να το συνηθίσει; Είναι μεγάλη η μεταβλητότητα του ανθρώπου. Καπνός, πολύς καπνός από τσιγάρα, δεν μπορείς να ηρεμήσεις ούτε λεπτό.
Δεν σηκωνόμουν εύκολα από το κρεβάτι, άρχισα να φλερτάρω έντονα με την μελαγχολία. Άρχισα να διαβάζω κάθε μέρα και περισσότερο, κυρίως ποίηση. Λες και ζω συνέχεια στο σκοτάδι, έτσι ένιωθα, είναι ανυπόφορο να έχω μια ασφυκτική αίσθηση. Έπλεα στο απέραντο πέλαγος της απελπισίας, άρχιζα να μην αντέχω ούτε τις σκέψεις μου να τις νιώθω παγιδευμένες. Διάβαζα κι έγραφα ό,τι αισθανόμουν, άλλωστε δεν είχα που να τα πω, δεν είχα άλλο τρόπο διαφυγής.
Η θέση του κρεβατιού μου, δίπλα στο παράθυρο και μακριά από την τουαλέτα, μου επέτρεπε να αντιληφθώ την εισβολή της άνοιξης στον συγκεκριμένο χώρο.  Οι οσμές της, παλιές γνωριμίες διαπέρασαν με ορμή την μπόχα των κάδων με τα σκουπίδια που ήταν τοποθετημένα στο προαύλιο της φυλακής και έφταναν στα ρουθούνια μας. Η άνοιξη κατανίκησε τα απόβλητα, η φύση ευτυχώς μπορεί και κάνει αισθητή την παρουσία της παντού. Νίκησε ακόμη και την απροσδιόριστη δυσοσμία που υπήρχε μόνιμα στο κελί.
Βίωνα καμιά φορά και οριακές καταστάσεις. Μέθυσαν πάλι στο θάλαμο και άρχισαν να γίνονται επιθετικοί, αισχροί. Έκαναν αυτοσχέδιο αλκοόλ σκέτο δηλητήριο, με πορτοκάλια και ψωμί, μια μικρή ποσότητα μόνο που σου δηλητηρίαζε την ψυχή. Πίστευα ότι στις φυλακές υπάρχει απόλυτη πειθαρχία. Αντίθετα, κατάλαβα γρήγορα ότι το πάνω χέρι το έχουνε οι κρατούμενοι.  Υπάρχει βία και χυδαιότητα αλλά από κρατούμενο προς κρατούμενο. Υπήρχαν όμως και κάποιοι εκεί μέσα πληθωρικοί σε συναισθήματα, απλά δεν τα εξωτερίκευαν εύκολα.
Είχα έντονα σημάδια κατάπτωσης για αρκετό καιρό, αλλά νίκησα την κατάθλιψη. Ο χρόνος εδώ είναι ατελείωτος, μοχθηρός, είναι εχθρός. Πρέπει να βρεις μόνος σου τι θα κάνεις.
Πολλές φορές νιώθω σαν παγιδευμένος, είμαι παγιδευμένος, χάνω εντελώς την αίσθηση του χρόνου, νομίζω ότι δεν με ενδιαφέρει τίποτα πια.
Στην καρδιά της νύχτας ξαφνικά ανοίγει η τηλεόραση, άλλοι αποφασίζουν να παίξουν χαρτιά, με τράπουλα φτιαγμένη από τηλεκάρτες.
Σαραντάρισε το θερμόμετρο αρχές Ιουλίου, απίστευτο, μας εκδικείται και ο καιρός εδώ. Ο ήλιος έγινε θολός από τη ζέστη και τη σκόνη που μεταφέρθηκε από την Σαχάρα. Το νερό δεν φτάνει στον πρώτο όροφο, δεν έχει πίεση. Παρά τη ζέστη μερικοί φορούν μπουφάν, δεν μπορώ να το εξηγήσω.
Σκέψεις, σκέψεις συνέχεια, τόσες πολλές και τόσες ώρες που καμιά φορά ένιωθα να τις ακούω. Η φυλακή τάχα είναι το πανεπιστήμιο της ζωής, το πανεπιστήμιο του τίποτα είναι. Πώς θα περάσει και σήμερα η μέρα; Το καθημερινό βασανιστικό ερώτημα. Από τα σιδερόφραχτα παράθυρα έμπαινε η πρωινή δροσιά. Το πρώτο φως, κάποιες τέτοιες στιγμές έλεγες, ναι υπάρχω κι εγώ. «Ζω».
Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να μείνω σαν απλός θεατής σε όλη αυτή την περιπέτεια, να μην βιώνω τίποτα, καμιά φορά τα καταφέρνω. Παρακολουθώ τα δρώμενα σαν να μην αφορούν εμένα.
Πάω όπου πάει το μυαλό μου, πηγαίνω στο πατρικό μου, κάπου στην Αρκαδία.
Περνάω φαράγγια, παλιές μονότοξες γέφυρες που ενώνουν κόσμους. Νερόμυλους ερειπωμένους αλλά αγέρωχους.
Δίπλα μου στο θάλαμό μου, κάποιοι έφτυναν ο ένας τον άλλο βρίζοντας, μαλώνουν πάλι για το πρόγραμμα της τηλεόρασης, θα επικρατήσει ο δυνατότερος.
Κλείνω τα μάτια να επιστρέψω πάλι πίσω να φύγω από το μικρό κελί, να περιηγηθώ πάλι το χωριό πέτρα προς πέτρα, σπίτι προς σπίτι.
Μια αγκαλιά σπίτια σκαρφαλωμένα στην πλαγιά του βουνού. Δεν χορταίνω τις ομορφιές του, περιδιαβαίνω με το νου μου παντού. Κοντοστέκομαι στην μικρή πλατεία, γεύομαι λίγο από το κρυστάλλινο νερό της πηγής της. Βλέπω τους λίγους ηλικιωμένους ανθρώπους, πόσο ήρεμοι είναι. Πόσο καθαρή ματιά έχουνε.
Μου έρχεται στο νου μου ένας στίχος, εγώ τα όμορφα ταξίδια τα έχω κλείσει μέσα στην ψυχή μου.
«Τι σκέφτεσαι ρε περίεργε; Γιατί χαμογελάς; Γυναίκες σκέφτεσαι;» Φώναζε κάποιος από πάνω μου.
«Κουφός είσαι; Δεν ακούς;»
Δεν σε αφήνουν ούτε να ονειρευτείς εδώ μέσα. Ούτε να ονειρευτείς.
Ένιωθα μόνος, κουρασμένος και ας μην έκανα τίποτα όλη μέρα. Από την άλλη πάλι σκεφτόμουνα, η ελπίδα και τα όνειρα δεν φυλακίζονται. Άλλωστε το φως της ελπίδας υπάρχει πάντα μέσα μας, κάπου το έχω και εγώ κρυμμένο, σίγουρα κάποια στιγμή θα βγει και θα με πλημμυρίσει.
Ο αγαπημένος μου ποιητής Λειβαδίτης, που γνώρισα μέσα στην φυλακή από τα γραπτά του, έγραφε:
«Σαν το τρελό που κλειδωμένος στο κελί του ζωγράφισε μια πόρτα στον τοίχο και από εκεί έφυγε».
Αυτά τα λόγια ήταν καταλυτικά για μένα, άνοιξαν την δικιά μου πόρτα.
Προσπάθησα να αντισταθώ στην αφομοίωση και στην ισοπέδωση που με έσπρωχναν, προσπάθησα ακόμη να σκέφτομαι και κυρίως να ονειρεύομαι.
Δεν ήθελα να φυλακιστώ μέσα στη φυλακή, έκανα τον πόνο μου και τον πανικό μου γόνιμη αντίσταση. Έπαιρνα κριτικές αποστάσεις, έμενα ελεύθερος με τον τρόπο μου.
Ναι, τελικά θα γινόμουν καλύτερος άνθρωπος, το πίστευα απόλυτα.
Άρχισα να δουλεύω, τρόπος του λέγειν δηλαδή. Αλλά κρατώντας μια σκούπα ή καθαρίζοντας πατάτες, η κάθε μέρα που περνάει υπολογίζεται για διπλή και λιγοστεύεις την παραμονή σου στο κατάστημα κράτησης. Ευεργετικά ημερομίσθια ο όρος.
Ο χρόνος αποκτάει τη σημασία του γίνεται τώρα εργαλείο.
Θα το θυμάμαι για πάντα το 2011, με σημάδεψε αυτή η χρονιά, γέμισε νυχιές την ψυχή μου.
Τέρμα τα μπερδεμένα σχέδια, καθαρές λύσεις από δω και πέρα. Όχι πια μεγαλεπήβολα όνειρα.
Η δίψα για την επιτυχία μου ήταν ακόρεστη με συνέπεια να έρθουν τα λάθη. Υπέρμετρες φιλοδοξίες που με οδήγησαν στη φυλακή. Παραλίγο να πνιγώ μέσα στην παλίρροια αυτή των μεγάλων μου φιλοδοξιών.
Έβγαιναν συναισθήματα από μέσα μου που τα είχα ξεχασμένα για χρόνια. Αλλά οπωσδήποτε δεν έφταιγα μόνο εγώ.
Έφτασε η νύχτα, ένιωθα να δροσίζει, το φεγγάρι σήμερα είναι πολύ μεγάλο και όμορφο. Φεγγοβολάει πάνω στα κάγκελα του παράθυρου και τα λειώνει, λες και θέλει να βοηθήσει να περάσει πιο πολύς αέρας σήμερα από το μικρό παράθυρο.
Η φυλακή μου τελειώνει σε λίγες μέρες.
Ανατίναξα τις τελευταίες γέφυρες που με συνδέανε με το παρελθόν και έκτισα στη θέση τους το τείχος της σιωπής μου.


***** 
3ο βραβείο     
   
Lane Ashfeldt: Τραγούδια που ξεχνάμε, τραγούδια που θυμόμαστε

altΉταν ένα ζεστό πρωινό και ο Παρλ σιγοσφύριζε ένα τραγούδι καθώς επιθεωρούσε τα φυτά του. «Είναι της άνοιξης η πρώτη μέρα… τα τα τα ταά τα τα». Δεν θυμόταν τα υπόλοιπα. Κάποτε δεν χρειαζόταν παρά να πληκτρολογήσει μερικές λέξεις από τους στίχους του τραγουδιού στο YouTube για να το ακούσει ξανά. Το πιο πιθανό ήταν ότι δεν θυμόταν αρκετούς στίχους για να βρει αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι, ακόμη κι αν  σπαταλούσε μια ολόκληρη νύχτα προσπαθώντας να κάνει μαγικά στο ίντερνετ.
Οι τομάτες του έδειχναν κάπως ταλαιπωρημένες μέσα στην πρωινή ζέστη. Τις έβρεξε λίγο με το χέρι του, έπειτα έστρεψε τα καλάμια του μπαμπού προς το μέρος τους έτσι που να πάρουν περισσότερο νερό όταν θα έπεφτε η βροχή στις τρεις η ώρα. Ήταν τρελό με πόση ακρίβεια έπεφτε η βροχή τους καλοκαιρινούς μήνες. Κάθε απόγευμα στις τρεις η ώρα ακριβώς. Και την υπόλοιπη μέρα μια ζέστη που σε έκαιγε μέχρι το κόκκαλο.
Στο παγκάκι πλάι στην ελιά λαγοκοιμόταν ο Φλιν με το μυαλό του εντελώς αποσυντονισμένο, μια φασαρία από παλιές ραδιοφωνικές εκπομπές που έπαιζαν όλες μέσα στο κεφάλι του. Σπάνια έφευγε από τον κήπο της στέγης αυτές τις μέρες. Δεν υπήρχε ασανσέρ και τα σκαλιά τον κούραζαν πάρα πολύ. Έτσι κι αλλιώς ο κήπος ήταν το αγαπημένο του μέρος. Ο γεράκος αυτός είχε μεγαλώσει τον Παρλ και ένιωθε παράξενα που τώρα ήταν η σειρά του Παρλ να τον προσέχει, αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει, έτσι είχαν τα πράγματα τώρα. Ο Παρλ γλίστρησε το καπέλο πάνω από το μέτωπό του. ‘Πρέπει να προσέχεις το πρόσωπό σου με τέτοιο ήλιο.’
‘Γιατί θα πρέπει να φοβάμαι τον καρκίνο;’ μουρμούρισε ο Φλιν. ‘ Είμαι πιο γέρος κι από τα βουνά.’
‘Καλά, κοίτα τώρα. Εγώ θα φύγω για το αεροπλάνο σήμερα, το θυμάσαι; Να σου φτιάξω μερικά αυγά;’
‘Είμαι μια χαρά. Πήγαινε αν πρέπει να φύγεις. Και να προσέχεις εκεί που θα πας.’
‘Εντάξει, με ξέρεις Φλιν. Πάντα προσέχω.’
Μια ώρα δρόμος ήταν μέχρι το αεροπλάνο. Ο Παρλ έριξε την γραβάτα του πίσω στο σβέρκο του και κατέβασε το κασκέτο του για να προφυλαχτεί από το δυνατό φως. Ήταν μια ώρα δρόμος μέχρι το αεροπλάνο. Ένιωθε την κάψα από την άσφαλτο να περνάει μέσα από τα χειροποίητα παπούτσια του και τη σκόνη να ξεραίνει το δέρμα του.
Περνώντας ανάμεσα από τα ψηλά κτίρια (ήταν μια ανακούφιση η σκιά των ψηλών κτιρίων καθώς περνούσε ανάμεσά τους) είχε μια αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν. Όρμησε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας για να μπορέσει να εντοπίσει τον κίνδυνο. Αλλά τα μόνα μάτια που ήταν στραμμένα προς το μέρος του ήταν μια αλεπούς που είχε ξαπλώσει στη μέση του δρόμου. Η αλεπού έμεινε κουλουριασμένη, παρακολουθώντας τον με μισόκλειστα μάτια μέχρι που δεν τον ένιωθε πια σαν απειλή. Όταν ήταν παιδί οι αλεπούδες ποτέ δεν έβγαιναν έξω στο φως της μέρας. Αλλά όχι και στους δρόμους της πόλης. Η κίνηση των δρόμων τις τρόμαζε πάρα πολύ. Ο Παρλ θυμόταν ακόμη τον μάλλον γλυκό καπνό, την άγρια φασαρία των χρωμάτων που έκαναν. Αλλά δεν θυμόταν τον ήχο των μηχανών τους πια περισσότερο απ’ όσο θυμόταν τους ήχους εκείνου του άτιμου του τραγουδιού.
Αφήνοντας το Χάκεϊ Γουίκ, κατευθύνθηκε νότια, περνώντας το κεντρικό Ολυμπιακό Στάδιο, τώρα ένα ερείπιο, ανοιχτό στον ουρανό. Η σκεπή του έφυγε το 2011,  ένα χρόνο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Λιγότερο από δυό δεκαετίες είχαν περάσει τώρα και το είχαν διαλύσει. Είδε τον ποταμό, την ασημένια στροφή του δαχτυλιδιού του. Σ’ όλο το δρόμο ο Παρλ σιγοσφύριζε. Κάποτε έφτασε στο αεροδρόμιο. Δεν είχε γίνει καμία πτήση σ’ αυτό το αεροδρόμιο εδώ και πάνω από δέκα χρόνια και τα αεροπλάνα ήταν σκορπισμένα στην τύχη εδώ και κει σ’ όλο το μήκος του αεροδιάδρομου σαν να περίμεναν μάταια να ξαναγυρίσουν στις προηγούμενες ζωές τους.
Ο Παρλ ανέβηκε μια λευκή σκάλα που οδηγούσε σε ένα μεγάλο αεροπλάνο. Ο θάλαμος ελέγχου εισιτηρίων είχε μία και μοναδική αεροσυνοδό. Άπλωσε ένα κουτί με αυγά στον πάγκο. Εκείνη σημείωσε κάτι στο βιβλίο της και του έριξε ένα παράξενο βλέμμα. Ο Παρλ αναρωτήθηκε τι είχε κάνει λάθος. Εκείνη μετακίνησε δύο αυγά και τα έβαλε πάνω στον πάγκο. Δέχτηκε τελικά  το κουτί και τα τέσσερα αυγά.
‘Δυό ταινίες σας έχουν μείνει μόνο να δείτε.’
Ο Παρλ στην πραγματικότητα δεν ήθελε καμιά κουβέντα με την αεροσυνοδό. Ποτέ του δεν το είχε κάνει αυτό ως τώρα.
Κάτω από τις λέξεις από κόκκινο νέον που έλεγαν: ΤΑΞΙΔΕΨΤΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ, υπήρχε μια μικρή ξύλινη επιγραφή : ΔΕΙΤΕ ΟΣΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΘΕΛΕΤΕ. Την κοίταξε πάλι ερωτηματικά.
‘Συνήθως οι άνθρωποι δεν βλέπουν τόσες ταινίες όσο εσείς,’ του είπε. ‘Ποτέ δεν φτάνουν το όριο. Έχουμε 457.’
Γιατί να μην μπορεί να κάνει κάτι και να φέρει άλλη μια σειρά από καινούργιες ταινίες; Το αεροπλάνο ήταν κάτι μαγικό, υπήρχε ηλεκτρισμός εδώ μέσα, έτσι δεν είναι; Με κάποια προσπάθεια της είπε ‘’Μετά θα μπορούσα να ξαναρχίσω’’ και της έσπρωξε πίσω τα αυγά.
Η αεροσυνοδός τον κοίταξε σχεδόν λυπημένη.
‘Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να σας δώσω τα φιλμ παραπάνω από μια φορά. Είναι κυβερνητική εντολή. ’ Και με τα λόγια αυτά του έδωσε μια ξύλινη κάρτα επιβίβασης με τον αριθμό της θέσης του.
Αφήνοντας μαλακά τα αυγά πάνω στον πάγκο ανάμεσά τους, ο Παρλ μπήκε στο αεροπλάνο και χώθηκε μέσα στο ξεφτισμένο κόκκινο βελούδο του καθίσματος της Japan Airlines.

Έπειτα από λίγο η αεροσυνοδός ήρθε και ξεκίνησε τη γνωστή διαδικασία της παρουσίασης των κανόνων ασφαλείας. Ήταν ο πρώτος πελάτης σήμερα, αλλά εκείνη άρχιζε πάντα την ώρα που έγραφε η ένδειξη. Για άλλη μια φορά, η άψογη καθαριότητα της κόκκινης στολής της του προξένησε έκπληξη. Πώς κατάφερνε και τη διατηρούσε τόσο καθαρή μέσα στη σκόνη; Μπορεί να είχε δύο και να τις άλλαζε. Ή μήπως είχε κάποια μίνι χούβερ;
Έξω από το παράθυρο αναβόσβηνε η επιγραφή: ΤΑΞΙΔΕΨΤΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ, ένα απομεινάρι της δουλειάς που έκανε αυτό το μοντέλο αεροπλάνου στο παρελθόν.  Ακριβώς μετά τις Αλλαγές το αεροδρόμιο πρόσφερε εβδομαδιαίες διακοπές για το σαββατοκύριακο σε ένα υπόστεγο επιδιόρθωσης αεροπλάνων που είχε διαμορφωθεί ανάλογα ώστε να μοιάζει με ακτή της Μεσογείου και υπήρχε ένας τεχνητός ήλιος κάτω από τον οποίο οι άνθρωποι έκαναν ηλιοθεραπεία. Αλλά τέτοιες απολαύσεις ήταν μόνο για όσους είχαν συμπληρώσει τα 18 τους χρόνια. Την εποχή που ο Παρλ έφτασε σ’ αυτή την ηλικία, οι άνθρωποι είχαν αρχίσει ήδη να αρρωσταίνουν από τον ήλιο και η επιχείρηση έκλεισε, αφού κατηγορήθηκε από τις αρχές για υπερβολική κατάχρηση ενέργειας. Για κείνον πάντως οι ταινίες ήταν καλύτερες από οποιαδήποτε ψεύτικη παραλία. Για χρόνια έκανε αυτή τη δουλειά γυρνώντας προς τα πίσω με χρονολογική σειρά ως το 2029 όταν σταμάτησαν να κάνουν ταινίες, μέχρι πίσω το ξεκίνημα του σινεμά. Την τελευταία φορά είχε δει το «Όσα παίρνει ο άνεμος». Είχε τη διάρκεια δύο κανονικών ταινιών και έμοιαζε πραγματικά να είναι δύο ταινίες ξεχωριστές. Η μια πολεμική ταινία και η άλλη οικογενειακή τραγωδία για τους ανθρώπους που τα σπίτια τους, τους έπεφταν πολύ μεγάλα.
Σήμερα θα παρακολουθούσε τον ‘Πυγμαλίωνα’.
Ήταν μια ταινία που γυρίστηκε στο Λονδίνο, καμιά εκατοστή χρόνια πριν. Αλλά, αντίθετα με οποιαδήποτε άλλη λονδρέζικη ταινία που είχε δει δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Αυτό εκ πρώτης όψεως ήταν λάθος. Υπήρχαν αυτοκίνητα και το 1938, έτσι δεν είναι; Αλλά στο φιλμ οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν άλογα για να μετακινούνται περίπου όπως γίνεται σήμερα στην εξοχή, και ήταν ντυμένοι πολύ περίεργα, οι γυναίκες ιδίως. Ο Παρλ δυσκολευόταν να καταλάβει την προφορά τους, αλλά του άρεσε να βλέπει τα κτίρια και να προσπαθεί να μαντέψει αν υπήρχαν ακόμη κάπου στην πόλη.
Ένιωσε ότι, όπως οι ίδιες οι ταινίες, όπως το αεροπλάνο, έτσι και τα κτίρια απομακρύνονταν απ’ αυτόν. Εξαφανίζονταν.
Ήθελε να κάνει κάτι γι’ αυτό, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τι.
Ο Παρλ έβαλε το τελευταίο φιλμ που υπήρχε στη λίστα, ‘Ο Χαμένος ορίζοντας’. Αλλά όσο κι αν προσπάθησε δεν μπορούσε να βάλει την αγγλική γλώσσα να παίξει. Στο τέλος τα παράτησε και παρακολούθησε την ταινία στα ρώσικα.
Είδε ανθρώπους σε μαυρόασπρο ή γκρίζο φόντο. Καταλάβαινε πάντως την υπόθεση. Ένα αεροπορικό ατύχημα σ’ ένα βουνό. Χιόνι. Ολόγυρα παγωμένες κορφές πολύ απότομες για να σκαρφαλώσεις. Οι επιζώντες προχωρούσαν με δυσκολία μέσα από τον άνεμο και το χιόνι ώσπου έφτασαν σε μια κοιλάδα, σε ένα γαλήνιο οροπέδιο την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Ένα μαγικό καταφύγιο. Στην αρχή οι επιζώντες από το ατύχημα ήταν ευτυχισμένοι εδώ αλλά όταν πέρασε λίγος καιρός η κατάσταση άλλαξε. Ακόμη και μέσα από την ακατάληπτη ρώσικη γλώσσα ο Παρλ μπορούσε να καταλάβει ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.

Προφανώς έπειτα από πολύ έντονες διαφωνίες, μια ομάδα ανθρώπων αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την μαγική κοιλάδα. Η μουσική ξανάρχισε καθώς προσπαθούσαν να βρουν το δρόμο μέσα από τα χιονισμένα βουνά. Ο Παρλ δεν ήξερε γιατί, αφού κάτι ανάλογο δεν του είχε συμβεί ποτέ, αλλά στο τέλος του φιλμ έβαλε τα κλάματα.

Ήρθε η αεροσυνοδός. Δεν του είπε να σταματήσει να κλαίει ούτε ότι έπρεπε να φύγει τώρα που είχε δει όλες τις ταινίες.
Αντίθετα, του εξήγησε γιατί οι άνθρωποι έφτιαχναν ταινίες τα παλιά χρόνια. Τότε λοιπόν, οι άνθρωποι είχαν ανάγκη να ονειρεύονται, του είπε, να φαντάζονται πως θα μπορούσαν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο. Και το χειρότερο πράγμα σχετικά με το τέλος του σινεμά ήταν πως οι άνθρωποι σταμάτησαν να πιστεύουν ότι τα πράγματα μπορούσαν πραγματικά να γίνουν καλύτερα. Γι’ αυτό και έφτιαξαν τόσες ταινίες καταστροφής εκείνα τα τελευταία χρόνια, του είπε. Το σινεμά είχε να κάνει πάντα με το μέλλον και η καταστροφή ήταν το μόνο μέλλον στο οποίο πίστευαν πια.
Ο Παρλ παρακολουθούσε σιωπηλός τις εικόνες που εκείνη είχε σχηματίσει με τα λόγια της. Ο ίδιος ποτέ δεν είχε μάθει να μιλάει τόσο έξυπνα. Παλιά, τότε στα διαμερίσματα, ο Φλιν ήταν εκείνος που μιλούσε και ο Παρλ εκείνος που άκουγε. Ο Φλιν πολύ σπάνια μιλούσε για το παρελθόν. Περισσότερο μιλούσε για τα φυτά και τη γη και τον καιρό. Αυτά ήταν πράγματα που έπρεπε να μάθει ο Παρλ για να μπορέσει να επιβιώσει. Ακόμη και τώρα αυτά που έλεγε ο γεράκος ήταν παρόμοια πράγματα, ξανά και ξανά, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πως όσα είχε πει είχαν ριζώσει για τα καλά.
‘Και τελικά, γιατί να νοιάζεται κανείς τόσο πολύ γι’ αυτές τις φιγούρες;’ ρώτησε η αεροσυνοδός. ‘Το σινεμά είναι μοναχά φως και σκιά. Ο πραγματικός κόσμος είναι που μετράει, σωστά;’
‘Ο πραγματικός μου κόσμος είναι ο κήπος μου,’ της απάντησε. ‘Είναι όμορφος. Στην αρχή ήταν πολύ φτωχός αλλά κάθε καλοκαίρι γίνεται όλο και πιο δυνατός, όλο και πιο ζωντανός.’
‘Ένας κήπος!’ Είχε εντυπωσιαστεί. ‘Πού είναι; Και τι έχεις φυτέψει εκεί;’
Ο Φλιν του είχε δώσει πολύ αυστηρές εντολές να μη μιλήσει ποτέ γι’ αυτό σε ξένους. Όταν είχαν πρωτοφτιάξει τον κήπο, έσκαβαν κρυφά κάτω από τα θεμέλια των διαμερισμάτων, φτιάχνοντας τούνελ εκεί κάτω και κουβαλώντας φορτία με χώμα στο δικό τους διαμέρισμα μέσα στο σκοτάδι. Όταν τα τριγύρω οικοδομικά τετράγωνα άδειασαν, καθώς οι άνθρωποι εγκατέλειπαν την πόλη, εκείνοι έφτιαξαν περισσότερους κήπους, πάντα πολύ προσεκτικοί για να μην προδώσουν το μυστικό τους. Η μυστικότητα ήταν απαραίτητη για την επιβίωση. Παρόλο όμως που είχε μάθει να είναι προσεκτικός με τους ξένους, ο Παρλ ένιωσε ότι δεν μπορούσε να φύγει από την ξεφτισμένη κόκκινη πολυθρόνα. Δεν ήθελε να φύγει με τίποτα. Πέρα από αυτό, ήταν κιόλας τρεις και η βροχή έπεφτε στο λεπτό μεταλλικό περίβλημα του αεροπλάνου, φτιάχνοντας αυλάκια από νερό. Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει για τουλάχιστον μια ώρα ή και περισσότερο.
Έτσι της μίλησε.
Κι ύστερα του είπε κι εκείνη την ιστορία της.
Το όνομά της ήταν Άικο, και ήταν από το νησί Χοκάιντο, στα βόρεια της Ιαπωνίας. Του είπε για το αεροπλάνο που ξέμεινε από καύσιμα. Πως κανονικά δεν θα προσγειωνόταν ποτέ στο Σίτι αλλά με τους αεροδιάδρομους
του Χίθροου τόσο φορτωμένους ήταν επείγουσα ανάγκη να προσγειωθούν
στο πιο κοντινό σημείο. Δυό μέρες αργότερα ο πιλότος και τα πιο παλιά μέλη του πληρώματος κατάφεραν να βρουν τρόπο να φύγουν με την τελευταία πτήση για την πατρίδα προτού κλείσουν όλα τα αεροδρόμια. Κι έτσι έμεινε εκεί ολομόναχη.
Η Άικο δεν μπορούσε να ξέρει, αφού δεν είχε κάποιο τρόπο να επικοινωνήσει μαζί τους, αλλά ήταν σίγουρη ότι οι γονείς της ήταν ακόμη ζωντανοί και περίμεναν το γυρισμό της. Μη θέλοντας να εγκαταλείψει το αεροδρόμιο σε περίπτωση που ξανάνοιγε έστω και για λίγο, της ήρθε η ιδέα να δείχνει τις ταινίες από το ψυχαγωγικό πρόγραμμα του αεροπλάνου για να μπορέσει μ’ αυτό τον τρόπο να επιβιώσει. Το ηλιακό σύστημα που έδινε ενέργεια στο σινεμά είχε φτιαχτεί από την εταιρεία με την ψεύτικη παραλία. Μπορούσε μόνο να χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο ποσό ενέργειας χωρίς δυνατότητα αποθήκευσης αλλά την περίοδο των διακοπών αυτό ήταν αρκετό.
Ο Παρλ έμεινε στο αεροπλάνο της Άικο όσο κράτησε η βροχή και όσο κράτησε η νύχτα. Στο δωμάτιό της, στο παλιό πιλοτήριο, εκείνη τον αγκάλιασε μαλακά κι εκείνος ένιωσε ένα καινούργιο τραγούδι να υφαίνεται μέσα στο σώμα του. Ξύπνησε πολύ μετά το ξημέρωμα κι αμέσως θυμήθηκε τα φυτά του. Η Άικο ήθελε να δει τα φυτά  κι έτσι την πήρε μαζί του στο Χάκνεϊ, στον κήπο στην ταράτσα. Με τον τρόπο αυτό έσπασε όλους μαζί τους κανόνες που του είχε βάλει ο Φλιν και περίμενε να ξεσπάσει ο θυμός του. Αλλά όταν εμφανίστηκε ο Φλιν δεν βρήκε την παραμικρή άσχημη λέξη να του πει για όλο  αυτό. Η Άικο προσγειώθηκε στον κόσμο τους με όλη τη χάρη και τη λάμψη που είχαν οι γυναίκες στις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες. Ο Φλιν τρελάθηκε με την γοητεία της που είχε κάτι από τους παλιούς καιρούς και το μόνο που τον ένοιαζε πια ήταν να δείχνει την ευγνωμοσύνη του στο παραμικρό σημάδι προσοχής που του έδινε εκείνη.
‘Είναι φοβερό κορίτσι αυτό, είπε στον Παρλ δείχνοντάς του την Άικο. Και χαμογελώντας άρχισε να την μυεί στα μυστικά του κήπου.


--ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
--

Natasha Ali

Το όνομά μου είναι Νατάσα Άλι, είμαι δεκάξι χρόνων και ασχολούμαι με το γράψιμο, ελπίζοντας μια μέρα να εκδοθεί δικό μου βιβλίο. Είμαι από το Πακιστάν. Γεννήθηκε στην πολύβουη πρωτεύουσα της χώρας, το Καράτσι. Εντούτοις εδώ κι ένα χρόνο, ζω με την οικογένειά μου στο Ριάντ, την πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας.  Από παιδί διαβάζω αχόρταγα βιβλία –έχω μάλιστα κερδίσει κάποιες διακρίσεις στο σχολείο γι’ αυτό- και λατρεύω πραγματικά να γνωρίζω φανταστικούς χαρακτήρες και τοπία που άλλοι άνθρωποι έχουν γράψει στα βιβλία τους. Πρόσφατα, πάντως άρχισα να θέλω περισσότερο να γράψω τις δικές μου ιστορίες, παρά να διαβάζω εκείνες των άλλων, και αυτό ακριβώς έκανα τώρα! Όλο αυτό το καλοκαίρι που πέρασε έγραψα αρκετά διηγήματα, ένα από τα οποία έστειλα σε αυτό το διαγωνισμό. Τα υπόλοιπα, είναι, όπως λένε, ιστορία.
*
Ευστάθιος Γαιτανίδης

Γεννήθηκε στο Άνω - Ζερβοχώρι – Ναούσης.  Είναι παντρεμένος και έχει δυο παιδιά. Από το 1993  είναι  υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης, εργάζεται  και  μένει   στην Λάρισα. Έχει βραβευτεί ακόμη,  στον  δεύτερο  Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος  στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας. Από την  μη κερδοσκοπική Αστική Εταιρία «Διοτίμα και Μούσες»  (Βόλος), από την  Λογοτεχνική Ομάδα “Ιδεόπνοον”  & το Περιοδικό “Πνοές Λόγου & Τέχνης”  (Πετρούπολη– Αθήνα) και    από τον Διεθνή  Πολιτιστικό Οργανισμό «Το Καφενείο των Ιδεών», σε συνεργασία με τον Όμιλο UNESCO Πειραιώς και Νήσων και τον Δήμο Σαλαμίνας.  Δεύτερο βραβείο μικρού διηγήματος, τίτλος έργου «Κατάλαβα αργά»
*
Lane Ashfeldt

Η Λέιν έζησε σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις: Λονδίνο, Δουβλίνο, Βερολίνο, Αθήνα και Λονδίνο ξανά. Από όλες τις πόλεις  που επισκέφθηκε η Αθήνα ήταν η αγαπημένη της. Εκείνο που αγαπάει ιδιαίτερα είναι να ανεβαίνει στο Λυκαβηττό μια από κείνες τις μέρες του χειμώνα με λιακάδα και να απολαμβάνει τη θέα που απλώνεται από την κορυφή του λόφου ως πέρα κάτω στη θάλασσα, με τα φέρι μποτ που έρχονται στο λιμάνι του Πειραιά.
Τα διηγήματα της Λέιν Άσφελντ έχουν διακριθεί σε πολλούς διαγωνισμούς και μπορεί να τα διαβάσει κάποιος σε διάφορες συλλογές διηγημάτων που έχουν εκδοθεί. Το διήγημά της «Dancing on Canvey» κέρδισε το βραβείο στο διεθνή διαγωνισμό «Fish Short Histories Prize» ενώ το διήγημά της «Snowmelt» περιλαμβάνεται στην ανθολογία Jane Austens Short Story Prize που κυκλοφορεί με τον τίτλο: «Dancing With Mr Darcy».  Διηγήματα της Λέιν που έχουν εκδοθεί μπορείτε να αγοράσετε από το: Amazon http://www.amazon.co.uk/Lane-Ashfeldt/e/B003WLILAA
Περισσότερα στοιχεία για τη συγγραφέα μπορείτε να βρείτε στο blog: Lane7 www.lane7.wordpress.com, αλλά και στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.Ashfeldt.com

*

-
Διαλέιμματα ζωής: πίνακας: Juan Miro: Cat Encircled by the Flight of a Bird, 1941

Τραγούδια που ξεχνάμε... : εξώφυλλο από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος  Lost Horizon του Τζέιμς Χίλτον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου